ΚΡΙΤΙΚΕΣ
1995 - Κριτική Γιάννη Τσούτσα
Η περίπτωση του ζωγράφου Ζαχαρία Κουμπλή είναι ενδιαφέρουσα από κάθε άποψη. Πρώτα-πρώτα γιατί εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. (1950-90), αφού έχει αποφοιτήσει από το Γεωλογικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του ίδιου πανεπιστημίου (1976-81), αλλά και γιατί μέσα στη σχολή διακρίνεται αμέσως ως μία δυνατή καλλιτεχνική φυσιογνωμία με ιδιαίτερη αισθαντικότητα και προσωπικό τρόπο έκφρασης, που κατορθώνει αφομοιώνοντας τα διδάγματα των δασκάλων του Μίμη Κοντού και Βαγγέλη Δημητρέα, να θέσει τα θεμέλια της γενικότερης αισθητικής του συγκρότησης, χωρίς να ισοπεδωθεί από τον τύπο και το χαρακτήρα της Σχολής.
Έτσι, μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του εικαστικού του λεξιλογίου, όπως η ταυτόχρονη ενασχόληση σε παραστατικές και αφηρημένες διατυπώσεις, ο σειραϊκός χαρακτήρας των εργασιών του, το μικρό μέγεθος και ο προσωπικός τρόπος σύνθεσης και οργάνωσης των έργων του, πείθουν ότι ο Κουμπλής είναι ένας ξεχωριστός δημιουργός, ο οποίος από πολύ νωρίς αποκαλύπτει την πηγαιότητα και αυθεντικότητα του ζωγραφικού του ύφους.
Ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του, την σημασία του οποίου οφείλουμε να σχολιάσουμε και να αξιολογήσουμε, είναι το παράλληλο ενδιαφέρον του τόσο για τις παραστατικές όσο και για τις αφηρημένες τάσεις. Το φαινόμενο, που δεν είναι μοναδικό - μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο, ο Μιρό, ο Ερνστ κ. άλ. διακρίθηκαν για τη στιλιστική τους πολλαπλότητα και αντιφατικότητα - δεν μπορεί να ερμηνευτεί σαν κλυδωνισμός αρχών και στόχων. Ενδεχομένως θα μπορούσε να συσχετιστεί με την ενδόμυχη τάση του ζωγράφου να δοκιμάσει τα μορφοπλαστικά του μέσα και στις δύο εκφάνσεις με σκοπό την αλληλοσυμπλήρωση και βελτίωση τους. Ακόμα και ο φόβος του καλλιτέχνη, μήπως η αποκλειστική του απασχόληση με ανεικονικές μορφές τον οδηγήσει τελικώς σε μία «διακοσμητική» τέχνη ή και σε μία ζωγραφική του τυχαίου και ανεξέλεγκτου, φαίνεται ότι τον υποχρεώνει να ανατρέχει κάθε τόσο στην παραστατική ζωγραφική και ιδιαίτερα στην ανθρώπινη φιγούρα, απ’όπου αντλεί τις οργανικές φόρμες που του είναι απαραίτητες για να μην καταλήξει σ’ένα στείρο φορμαλισμό.
Εξάλλου και η διαδικασία παραγωγής των έργων του, αρθρώνεται πάνω στην ίδια βάση, στη διαλεκτική δηλ. σχέση του κανόνα και της ελευθερίας, του νου και του ενστίκτου, του ελλόγου και του τυχαίου. Γιατί ο καλλιτέχνης, που ξεκινά τα έργα του χωρίς να έχει κάποια προκαθορισμένη ιδέα, προχώρα με οδηγό το ένστικτο και τη διαισθητική του ικανότητα, τα οποία και καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει τα καθαρά ζωγραφικά του μέσα (χρώμα, αξίες χρώματος, ματιέρα, γραμμή, φόρμα, σύνθεση, κ.λ.π.). Ταυτόχρονα, και στο βαθμό που αντιλαμβάνεται ότι με την υπερβολή του τυχαίου και αυθόρμητου κινδυνεύει να καταλήξει σε ένα είδος αυτόματης ζωγραφικής, κάνει τις απαραίτητες επεμβάσεις ελέγχου και οργάνωσης, επιζητώντας τη μονιμότερη διάρθρωση, την επιβολή τάξης και ηρεμίας, την εξισορρόπηση των αντιθέσεων και την ελεγχόμενη δύναμη των ζωγραφικών του μέσων. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η υπερβολική διανοητική προσέγγιση αφαιρεί από το ζωγραφικό έργο την αναγκαία εκφραστικότητα, οπότε, τότε, αφήνετε και πάλι στη γοητεία του ενστίκτου, προκειμένου να φτάσει στην επιθυμητή για την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία ισορροπία.
Ο βασανιστικός του αγώνας, για την ολοκλήρωση του εικαστικού του προβληματισμού και την εξέλιξη των αισθητικών και εκφραστικών μέσων, γίνεται περισσότερο κατανοητός σε ένα αριθμό έργων με σειραϊκή δομή, όπου με την κατάτμηση της εικόνας σε παρατιθέ- μενες, δίκην πολυπτύχου, πολλαπλές εκδοχές, αποκαλύπτει τη διάθεση, που εκδηλώνεται από τις σπουδαστικές του ακόμα εργασίες, να οδηγήσει την έρευνα της άρθρωσης και δομής της φόρμας στα έσχατα όρια της, μέσα από τη λογική της συνέχειας και της επαγωγικής σχέσης του μέρους προς το όλο, του επόμενου προς το προηγούμενό του. Και ενώ σε αυτά τα έργα η ζωγραφική επιφάνεια κατανέμεται σε πολλές ίσες, από άποψη μεγέθους και σημασίας μονάδες, σε μιαν άλλη, τελευταία χρονολογικώς ενότητα το βάρος της σύνθεσης εστιάζεται στην κεντρική, μεγάλη, ορθογώνια παράσταση, η οποία πλαισιώνεται από μία φρίζα με δευτερεύοντες, μεμονωμένους και επαναλαμβανόμενους εικαστικούς πυρήνες. Έτσι, από τον πολυεστιακό τρόπο σύνθεσης της προηγούμενης ενότητας των έργων ο καλλιτέχνης καταλήγει σε μία μονοεστιακή συνθετική αντίληψη, όπου η περιμετρική ζώνη παίζει ρόλο υποστήριξης και ανάδειξης της κεντρικής παράστασης και ταυτόχρονα μιας δευτερεύουσας εικαστικής περιοχής, στην οποία επεξηγούνται μορφολογικώς τα βασικά χρωματικά και γραμμικά μοτίβα της κυρίας παράστασης.
H εξαντλητική αναζήτηση της δομής της φόρμας και η μέσω αυτής ολοκλήρωση του μορφoπλαστικού του οράματος είναι το βασικό αιτούμενο στις μέχρι σήμερα προσπάθειες tου Ζαχαρία Kουμπλή. Ξένος προς τη γοητεία της ανεκδοτολογικής φλυαρίας, εχθρός των συμβολικών προεκτάσεων και της κριτικής διάθεσης, ακόμα και στα παραστατικά του έργα με θέμα την ανθρώπινη μορφή, εφοδιασμένος, όμως, με την ασφαλή γνώση μέσων και τεχνικών, όπως φανερώνει η αξιοποίηση της ματιέρας των χρωμάτων νερού μέσα από τις αλλεπάλληλες μονοτυπικές επιστρώσεις, και με μία αξιοζήλευτη αίσθηση του μέτρου και του ρυθμού κατορθώνει να κινείται το ίδιο επιτυχημένα ανάμεσα στις παραστατικές και αφηρημένες τάσεις. Με το συνδυασμό χρωματικών και καλλιγραφικών-γραμμικών στοιχείων, με τη συγκρατημένη εξπρεσιονιστική χρησιμοποίηση του χρώματος, που του επιτρέπει να μη χάνει την ποιητική και λυρική φωνή του, με την περιορισμένη χρωματική παλέτα, που δεν τον εμποδίζει να επιτυγχάνει τις απαραίτητες χρωματικές εντάσεις και με ένα πλούσιο μορφοπλαστικό λεξιλόγιο που συνδυάζει με θαυμαστό τρόπο το απολλώνειο και διονυσιακό στοιχείο, δημιουργεί έργα που διακρίνονται για την εσωτερική πειθαρχία, την πυκνότητα της έκφρασης και την κλασική τους διάθεση.
Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1994
Γιάννης Τσούτσας
Επιμελητής Πινακοθήκης Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Έτσι, μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του εικαστικού του λεξιλογίου, όπως η ταυτόχρονη ενασχόληση σε παραστατικές και αφηρημένες διατυπώσεις, ο σειραϊκός χαρακτήρας των εργασιών του, το μικρό μέγεθος και ο προσωπικός τρόπος σύνθεσης και οργάνωσης των έργων του, πείθουν ότι ο Κουμπλής είναι ένας ξεχωριστός δημιουργός, ο οποίος από πολύ νωρίς αποκαλύπτει την πηγαιότητα και αυθεντικότητα του ζωγραφικού του ύφους.
Ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του, την σημασία του οποίου οφείλουμε να σχολιάσουμε και να αξιολογήσουμε, είναι το παράλληλο ενδιαφέρον του τόσο για τις παραστατικές όσο και για τις αφηρημένες τάσεις. Το φαινόμενο, που δεν είναι μοναδικό - μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο, ο Μιρό, ο Ερνστ κ. άλ. διακρίθηκαν για τη στιλιστική τους πολλαπλότητα και αντιφατικότητα - δεν μπορεί να ερμηνευτεί σαν κλυδωνισμός αρχών και στόχων. Ενδεχομένως θα μπορούσε να συσχετιστεί με την ενδόμυχη τάση του ζωγράφου να δοκιμάσει τα μορφοπλαστικά του μέσα και στις δύο εκφάνσεις με σκοπό την αλληλοσυμπλήρωση και βελτίωση τους. Ακόμα και ο φόβος του καλλιτέχνη, μήπως η αποκλειστική του απασχόληση με ανεικονικές μορφές τον οδηγήσει τελικώς σε μία «διακοσμητική» τέχνη ή και σε μία ζωγραφική του τυχαίου και ανεξέλεγκτου, φαίνεται ότι τον υποχρεώνει να ανατρέχει κάθε τόσο στην παραστατική ζωγραφική και ιδιαίτερα στην ανθρώπινη φιγούρα, απ’όπου αντλεί τις οργανικές φόρμες που του είναι απαραίτητες για να μην καταλήξει σ’ένα στείρο φορμαλισμό.
Εξάλλου και η διαδικασία παραγωγής των έργων του, αρθρώνεται πάνω στην ίδια βάση, στη διαλεκτική δηλ. σχέση του κανόνα και της ελευθερίας, του νου και του ενστίκτου, του ελλόγου και του τυχαίου. Γιατί ο καλλιτέχνης, που ξεκινά τα έργα του χωρίς να έχει κάποια προκαθορισμένη ιδέα, προχώρα με οδηγό το ένστικτο και τη διαισθητική του ικανότητα, τα οποία και καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει τα καθαρά ζωγραφικά του μέσα (χρώμα, αξίες χρώματος, ματιέρα, γραμμή, φόρμα, σύνθεση, κ.λ.π.). Ταυτόχρονα, και στο βαθμό που αντιλαμβάνεται ότι με την υπερβολή του τυχαίου και αυθόρμητου κινδυνεύει να καταλήξει σε ένα είδος αυτόματης ζωγραφικής, κάνει τις απαραίτητες επεμβάσεις ελέγχου και οργάνωσης, επιζητώντας τη μονιμότερη διάρθρωση, την επιβολή τάξης και ηρεμίας, την εξισορρόπηση των αντιθέσεων και την ελεγχόμενη δύναμη των ζωγραφικών του μέσων. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η υπερβολική διανοητική προσέγγιση αφαιρεί από το ζωγραφικό έργο την αναγκαία εκφραστικότητα, οπότε, τότε, αφήνετε και πάλι στη γοητεία του ενστίκτου, προκειμένου να φτάσει στην επιθυμητή για την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία ισορροπία.
Ο βασανιστικός του αγώνας, για την ολοκλήρωση του εικαστικού του προβληματισμού και την εξέλιξη των αισθητικών και εκφραστικών μέσων, γίνεται περισσότερο κατανοητός σε ένα αριθμό έργων με σειραϊκή δομή, όπου με την κατάτμηση της εικόνας σε παρατιθέ- μενες, δίκην πολυπτύχου, πολλαπλές εκδοχές, αποκαλύπτει τη διάθεση, που εκδηλώνεται από τις σπουδαστικές του ακόμα εργασίες, να οδηγήσει την έρευνα της άρθρωσης και δομής της φόρμας στα έσχατα όρια της, μέσα από τη λογική της συνέχειας και της επαγωγικής σχέσης του μέρους προς το όλο, του επόμενου προς το προηγούμενό του. Και ενώ σε αυτά τα έργα η ζωγραφική επιφάνεια κατανέμεται σε πολλές ίσες, από άποψη μεγέθους και σημασίας μονάδες, σε μιαν άλλη, τελευταία χρονολογικώς ενότητα το βάρος της σύνθεσης εστιάζεται στην κεντρική, μεγάλη, ορθογώνια παράσταση, η οποία πλαισιώνεται από μία φρίζα με δευτερεύοντες, μεμονωμένους και επαναλαμβανόμενους εικαστικούς πυρήνες. Έτσι, από τον πολυεστιακό τρόπο σύνθεσης της προηγούμενης ενότητας των έργων ο καλλιτέχνης καταλήγει σε μία μονοεστιακή συνθετική αντίληψη, όπου η περιμετρική ζώνη παίζει ρόλο υποστήριξης και ανάδειξης της κεντρικής παράστασης και ταυτόχρονα μιας δευτερεύουσας εικαστικής περιοχής, στην οποία επεξηγούνται μορφολογικώς τα βασικά χρωματικά και γραμμικά μοτίβα της κυρίας παράστασης.
H εξαντλητική αναζήτηση της δομής της φόρμας και η μέσω αυτής ολοκλήρωση του μορφoπλαστικού του οράματος είναι το βασικό αιτούμενο στις μέχρι σήμερα προσπάθειες tου Ζαχαρία Kουμπλή. Ξένος προς τη γοητεία της ανεκδοτολογικής φλυαρίας, εχθρός των συμβολικών προεκτάσεων και της κριτικής διάθεσης, ακόμα και στα παραστατικά του έργα με θέμα την ανθρώπινη μορφή, εφοδιασμένος, όμως, με την ασφαλή γνώση μέσων και τεχνικών, όπως φανερώνει η αξιοποίηση της ματιέρας των χρωμάτων νερού μέσα από τις αλλεπάλληλες μονοτυπικές επιστρώσεις, και με μία αξιοζήλευτη αίσθηση του μέτρου και του ρυθμού κατορθώνει να κινείται το ίδιο επιτυχημένα ανάμεσα στις παραστατικές και αφηρημένες τάσεις. Με το συνδυασμό χρωματικών και καλλιγραφικών-γραμμικών στοιχείων, με τη συγκρατημένη εξπρεσιονιστική χρησιμοποίηση του χρώματος, που του επιτρέπει να μη χάνει την ποιητική και λυρική φωνή του, με την περιορισμένη χρωματική παλέτα, που δεν τον εμποδίζει να επιτυγχάνει τις απαραίτητες χρωματικές εντάσεις και με ένα πλούσιο μορφοπλαστικό λεξιλόγιο που συνδυάζει με θαυμαστό τρόπο το απολλώνειο και διονυσιακό στοιχείο, δημιουργεί έργα που διακρίνονται για την εσωτερική πειθαρχία, την πυκνότητα της έκφρασης και την κλασική τους διάθεση.
Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1994
Γιάννης Τσούτσας
Επιμελητής Πινακοθήκης Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
1998 - Κριτική Κάτιας Κιλεσοπούλου
Η ανάλυση - ανασύνθεση της φόρμας με έναυσμα την ανθρώπινη μορφή και η αναγωγή της εσωτερικής του πραγματικότητας σε συμβολικές ή αφηρημένες συνθέσεις ήταν οι βασικοί διερευνητικοί στόχοι του ζωγράφου Ζαχαρία Κουμπλή στις αρχές της δεκαετίας του ’90, περίοδο κατά την οποία, αποδεσμευμένος από τη σπουδαστική του θητεία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., άρχισε τη χάραξη της ατομικής του πορείας.
Έκτοτε οι σχεδιαστικές του αρετές, η σχεδόν μικρογραφική του τάση, η φειδωλή χρήση του χρώματος, η πληθωρική εκφραστικότητά του και η επίμοχθη έρευνά του σε τεχνικές και υλικά, έχουν προάγει τις εργασίες του σε αξιοθαύμαστο βαθμό από άποψη ποσοτική και ποιοτική.
Μη υποκύπτοντας στις όψιμα εισαγόμενες πρωτοποριακές επιταγές για τεράστιες επιφάνειες και αποκλειστική χρήση αυθόρμητων ή τυχαίων μεγαλοχειρονομιακών εκφράσεων, προσήλωση την οπτική μας σε έργα μικρών διαστάσεων που με την χωροχρονική, σειραϊκή τους ανάπτυξη, έδωσαν διέξοδο στη σχεδιαστική του πληθωρικότητα και την εμβάθυνση του φορμαλιστικό του προβληματισμού.
Η ανάγκη του να κατανοήσει και να εκφράσει την εσωτερική αλήθεια της οργανικής φόρμας, τον ωθεί σε μόνιμη αναφορά στην ανθρώπινη μορφή και στην παρατακτική, σε διαδοχικές όψεις ή παραλλαγές, ανάλυση της. Ταυτόχρονα τον καθιστά ευαίσθητο σε επιρροές και οπτικές αντιλήψεις προερχόμενες από τη γλυπτική, όπως π.χ. του Θόδωρου Παπαγιάννη.
Γοητευμένος με το χαρτί και τον τρόπο που αυτό συμπεριφέρεται στα χρώματα νερού, αξιοποιεί τις δυνατότητες του με ευφάνταστο τρόπο. Η υφή των έργων του τον απασχολεί ιδιαίτερα. Δοκιμάζει συνεχώς ποικίλες μικτές τεχνικές - μονοτυπία, πινέλο, ξύσιμο, χάραξη, χαρτιά σε δεύτερη χρήση, σκόνες κ. α. - που δίνουν μία αίσθηση πολύ δουλεμένης ή από τον καιρό φθαρμένης επιφάνειας. Αξιοσημείωτος επίσης είναι ο τρόπος που ενσωματώνει το χαρτί στο ξύλο και το μελετημένο φινίρισμα του τελευταίου.
Οι γυναικείες μορφές - καθιστές ή ανακεκλιμένες με χαρακτηριστική κάμψη των κάτω άκρων - και οι Μουσικοί - ανδρικές μορφές που παίζουν πνευστά όργανα - έργα της περιόδου 1995 - 1996, διακρίνονται για την στιβαρότητα τους. Την ευρωστία τους αυτή όμως αναιρεί η συνήθως εκτεταμένη χρήση λίγων, ψυχρών χρωμάτων που ηθελημένα ”παγώνουν” τη ζωτική δύναμη της φόρμας, μεταθέτοντας τις “εικόνες” στο άχρονο ή παραπέμποντας τες στην ιστορική μνήμη περισσότερο παρά σε σύγχρονες καταστάσεις. Η χρήση μάλιστα του λευκού, ως πεδίου ανάπτυξης των μορφών, ανακαλεί το είδος της εικονογραφικής προσέγγισης που καλλιεργήθηκε στις αρχαιoελληνικές αγγειογραφίες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή των τρόπων τμήσης του οπτικού πεδίου, ειδικά των κεφαλών, ενώ σταθερή παραμένει η οπτική γωνία που είναι τοποθετημένη αντίκρυ στο θέμα.
Ο χώρος μέσα στον οποίο υπάρχουν οι μορφές είναι αόριστος, συνήθως κλειστοφοβικός και σπάνια ανοιχτός και φυσικός. Όταν η πληθωρικότητα της έκφρασης τιθασεύεται και ο horror vacui δεν επιβάλλει πολύ πυκνοδουλεμένη σύνθεση, η ένταση των σχεδιαστικών στοιχείων επιτείνεται. Το χαρακτηριστικό αυτό, εκ παραλλήλου με την μουντή, φαιή συχνά χρωματική κλίμακα συντελεί στη δημιουργία μιας συγκρατημένα μελαγχολικής, νυχτερινής ατμόσφαιρας που είναι σαν να διαπνέεται από αόριστα, ανησυχαστικά ενύπνια.
Ο Ζαχαρίας Κουμπλής ανήκει στους καλλιτέχνες που επιδιώκουν την ισορροπία μεταξύ εσωτερικού αισθήματος και εμπειρίας του εξωτερικού κόσμου. Ήδη, οι πρόσφατοι πειραματισμοί του με περισσότερα υλικά - ξύλο, μέταλλο, άχρηστα μικροαντικείμενα της καθημερινότητας - τον οδηγούν σε νέες εικαστικές λύσεις που προβάλλονται πλέον στο χώρο και κινούνται μεταξύ πλαστικοζωγραφικής και «κατασκευαστικής» άρθρωσης της σύνθεσης.
Κάτια Κιλεσοπούλου
Ιστορικός της Τέχνης A.I.C.A.
Έκτοτε οι σχεδιαστικές του αρετές, η σχεδόν μικρογραφική του τάση, η φειδωλή χρήση του χρώματος, η πληθωρική εκφραστικότητά του και η επίμοχθη έρευνά του σε τεχνικές και υλικά, έχουν προάγει τις εργασίες του σε αξιοθαύμαστο βαθμό από άποψη ποσοτική και ποιοτική.
Μη υποκύπτοντας στις όψιμα εισαγόμενες πρωτοποριακές επιταγές για τεράστιες επιφάνειες και αποκλειστική χρήση αυθόρμητων ή τυχαίων μεγαλοχειρονομιακών εκφράσεων, προσήλωση την οπτική μας σε έργα μικρών διαστάσεων που με την χωροχρονική, σειραϊκή τους ανάπτυξη, έδωσαν διέξοδο στη σχεδιαστική του πληθωρικότητα και την εμβάθυνση του φορμαλιστικό του προβληματισμού.
Η ανάγκη του να κατανοήσει και να εκφράσει την εσωτερική αλήθεια της οργανικής φόρμας, τον ωθεί σε μόνιμη αναφορά στην ανθρώπινη μορφή και στην παρατακτική, σε διαδοχικές όψεις ή παραλλαγές, ανάλυση της. Ταυτόχρονα τον καθιστά ευαίσθητο σε επιρροές και οπτικές αντιλήψεις προερχόμενες από τη γλυπτική, όπως π.χ. του Θόδωρου Παπαγιάννη.
Γοητευμένος με το χαρτί και τον τρόπο που αυτό συμπεριφέρεται στα χρώματα νερού, αξιοποιεί τις δυνατότητες του με ευφάνταστο τρόπο. Η υφή των έργων του τον απασχολεί ιδιαίτερα. Δοκιμάζει συνεχώς ποικίλες μικτές τεχνικές - μονοτυπία, πινέλο, ξύσιμο, χάραξη, χαρτιά σε δεύτερη χρήση, σκόνες κ. α. - που δίνουν μία αίσθηση πολύ δουλεμένης ή από τον καιρό φθαρμένης επιφάνειας. Αξιοσημείωτος επίσης είναι ο τρόπος που ενσωματώνει το χαρτί στο ξύλο και το μελετημένο φινίρισμα του τελευταίου.
Οι γυναικείες μορφές - καθιστές ή ανακεκλιμένες με χαρακτηριστική κάμψη των κάτω άκρων - και οι Μουσικοί - ανδρικές μορφές που παίζουν πνευστά όργανα - έργα της περιόδου 1995 - 1996, διακρίνονται για την στιβαρότητα τους. Την ευρωστία τους αυτή όμως αναιρεί η συνήθως εκτεταμένη χρήση λίγων, ψυχρών χρωμάτων που ηθελημένα ”παγώνουν” τη ζωτική δύναμη της φόρμας, μεταθέτοντας τις “εικόνες” στο άχρονο ή παραπέμποντας τες στην ιστορική μνήμη περισσότερο παρά σε σύγχρονες καταστάσεις. Η χρήση μάλιστα του λευκού, ως πεδίου ανάπτυξης των μορφών, ανακαλεί το είδος της εικονογραφικής προσέγγισης που καλλιεργήθηκε στις αρχαιoελληνικές αγγειογραφίες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή των τρόπων τμήσης του οπτικού πεδίου, ειδικά των κεφαλών, ενώ σταθερή παραμένει η οπτική γωνία που είναι τοποθετημένη αντίκρυ στο θέμα.
Ο χώρος μέσα στον οποίο υπάρχουν οι μορφές είναι αόριστος, συνήθως κλειστοφοβικός και σπάνια ανοιχτός και φυσικός. Όταν η πληθωρικότητα της έκφρασης τιθασεύεται και ο horror vacui δεν επιβάλλει πολύ πυκνοδουλεμένη σύνθεση, η ένταση των σχεδιαστικών στοιχείων επιτείνεται. Το χαρακτηριστικό αυτό, εκ παραλλήλου με την μουντή, φαιή συχνά χρωματική κλίμακα συντελεί στη δημιουργία μιας συγκρατημένα μελαγχολικής, νυχτερινής ατμόσφαιρας που είναι σαν να διαπνέεται από αόριστα, ανησυχαστικά ενύπνια.
Ο Ζαχαρίας Κουμπλής ανήκει στους καλλιτέχνες που επιδιώκουν την ισορροπία μεταξύ εσωτερικού αισθήματος και εμπειρίας του εξωτερικού κόσμου. Ήδη, οι πρόσφατοι πειραματισμοί του με περισσότερα υλικά - ξύλο, μέταλλο, άχρηστα μικροαντικείμενα της καθημερινότητας - τον οδηγούν σε νέες εικαστικές λύσεις που προβάλλονται πλέον στο χώρο και κινούνται μεταξύ πλαστικοζωγραφικής και «κατασκευαστικής» άρθρωσης της σύνθεσης.
Κάτια Κιλεσοπούλου
Ιστορικός της Τέχνης A.I.C.A.
2001 - Κριτική Αγγελικής Σαχίνη
«…..Όχι μεγέθη - Απλώς αποχρώσεις»
ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΟΥΜΠΛΗ
Καλλιτέχνης που δεν γοητεύτηκε ποτέ από το μεγάλο μέγεθος και τη μεγάλη χειρονομία, ο Ζαχαρίας Κουμπλής ξεκίνησε ουσιαστικά την πορεία του με τη φοίτηση του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Η αγάπη του για την τέχνη και η εσωτερική αναγκαιότητα που χαρακτηρίζουν πάντα τους εικαστικούς προβληματισμούς του, οδήγησαν στη Σχολή αυτή τον ήδη απόφοιτο γεωλόγο του ίδιου Πανεπιστημίου. Τα χρόνια της μαθητείας του (1985-1990) τον βοήθησαν να συστηματοποιήσει σε επίπεδο θεωρίας και πράξης όσα εμπειρικά μόνον γνώριζε και να θέσει παράλληλα τις βάσεις για ένα ιδίωμα προσωπικό.Ξεκινώντας με ελαιογραφίες σε καμβά στράφηκε γρήγορα σε υλικά φθηνά, όπως το χαρτί ή το χαρτόνι. Η στροφή αυτή που έγινε αρχικά εξ ανάγκης, τον απελευθέρωσε - όπως και ο ίδιος πιστεύει - «από το φόβο της αξίας του υλικού» και του επέτρεψε να αναπτύσσει σε πολλές παραλλαγές το θέμα που κάθε φορά τον απασχολούσε. Προγενέστεροι μελετητές έχουν ήδη επισημάνει τις ταυτόχρονες έρευνες του Κουμπλή σε παραστατικές και αφηρημένες κατευθύνσεις, καθώς και τη σειραϊκή σε αριθμό έργων του, αναφέροντας την κατάτμηση της εικόνας σε παρατιθέμενες εκδοχές της2 . Σε άλλες περιπτώσεις το εικαστικό πεδίο χωριζόταν σε ισομεγέθη και ισότιμα από δομική άποψη τμήματα ή μία μεγάλη ορθογώνια παράσταση πλαισιωνόταν από μικρότερα διάχωρα και συνδεόταν θεματικά και μορφολογικά μαζί τους. Η σειραϊκή δομή παρατηρείται και σήμερα στο έργο του, με πρόσφατο παράδειγμα συνθέσεις με θέμα τη γυναικεία μορφή που επαναλαμβάνεται με διαφοροποιήσεις, χωρίς όμως να αλλοιώνονται τα βασικά της χαρακτηριστικά.
Η τέχνη του Κουμπλή είναι τέχνη μικρογραφικών τάσεων και λεπτών αποχρώσεων, βασισμένη σε γλώσσα καίρια και λιτή. Το μικρό μέγεθος υπήρξε πάντα συνειδητή επιλογή του, μία επιλογή που δεν εγκαταλείφθηκε ούτε και μετά την απόκτηση μεγαλύτερου εργαστηρίου το 1996. Η άνεση του χώρου του έδωσε τη δυνατότητα να πειραματιστεί με περισσότερα υλικά και κυρίως με ποικίλες τεχνικές, όπως και να εξελίξει ορισμένες που είχε ήδη δοκιμάσει, δίνοντας και έργα στο χώρο. Οι διαστάσεις ωστόσο στα επίτοιχα έργα δεν αλλάζουν αισθητά και όταν το μέγεθος αυξηθεί μεγαλώνει και τονίζεται μία λεπτομέρεια του θέματος.
Τελειώνοντας τη Σχολή οι έρευνες του γίνονται περισσότερο συστηματικές και περιλαμβάνουν κάθε είδους υλικά συμβατικά και μη. Χρώματα νερού, μολύβι, κάρβουνο, γύψος, σίδερο, ξύλο, πετονιά, χαρτιά, γάζα, σιλικόνη είναι μερικά μόνο από όσα χρησιμοποιεί. Πιστεύει ότι «ο ερευνητικός χαρακτήρας της δουλειάς του Picasso και λιγότερο του Matisse» τον έχει επηρεάσει ιδιαίτερα, θεωρείτε τον εαυτό του «εικαστικό καλλιτέχνη, όχι απλά ζωγράφο», γιατί το ανάγλυφο, η τρίτη διάσταση, η ενσωμάτωση του πραγματικού χώρου στο έργο τον έχουν ανέκαθεν απασχόλησει.
Από το 1992 ήδη στη σειρά «εσωτερικά τοπία» είχε κάνει το πρώτο βήμα για να αποδώσει την αίσθηση του ανάγλυφου, με φως και σκιά. Σήμερα πλέον το ανάγλυφο παράγεται και με τη χρήση αυτούσιων υλικών όπως το μέταλλο ή το ξύλο. Το χρώμα στα έργα του Κουμπλή έχει πάντα δομική λειτουργία και συχνά προκύπτει από επεμβάσεις μέσα στα υλικά. Χαράξεις, οξειδώσεις, κάψιμο με φλόγιστρο, χαρίζουν υφές και χρωματικές ποιότητες απροσδόκητες. Κι άλλοτε πάλι διατηρούνται ατόφια το χρώμα και υφή του υλικού, ή χρησιμοποιείται χρώμα καθαρά ζωγραφικό σε κλίμακα χαμηλών τόνων με κυρίαρχο το φαιό, το υπόλευκο, το γκριζογάλανο, την ωχρά, σε συνεργασία με κεραμίδι, φωτεινό μπλε και νησίδες λευκού και κόκκινου σαν αναπνοές στη σύνθεση. Οι επεμβάσεις με φλόγα, οξείδωση, χάραξη, ξύσιμο δίνουν στην επιφάνεια όψη παλίμψηστου, φθαρμένου από το χρόνο και την ανθρώπινη πράξη. Ως έδαφος ανάπτυξης σε έργα που δομούνται με ανάλογες διαδικασίες απαιτείται υλικό δυνατό και ανθεκτικό, για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί κυρίως κόντρα-πλακάζ. Επεμβάσεις με κάψιμο και χάραξη εμφανίζονται σε έργα του, εν σπέρματι έστω, από το 1992 τουλάχιστον. Αγαπά πολύ το ξύλο και ως βάση μιας σύνθεσης και για τις υφές που μπορεί να δώσει. Άλλοτε πάλι γραφές γεννημένες από προσωπικό αλφαβητάρι παραπέμπουν στη λιτή γραφή του Κλέε, ίσως και ως αναφορά τιμητική σε έναν ζωγράφο που του αρέσει ιδιαίτερα. Αξιοσημείωτο είναι ότι στα επίτοιχα έργα του Κουμπλή οι κορνίζες δεν λειτουργούν ως πλαίσια που τα περικλείουν και τα περιορίζουν. Αποτελούν το αναγκαίο στοιχείο για την ολοκλήρωσή τους και γίνονται πολύ συχνά πεδία χρωματικής και μορφολογικής έρευνας.
Με την ίδια δημιουργική επιμονή ερευνά τις σχέσεις της εικόνας και του ειδώλου της. Μονοτυπίες με μελάνι η χρώματα νερού και γάζα ή χαρτί λεπτό, χαρτί εφημερίδας, χαρτόνι, χρησιμοποιούνται συχνά για το πρώτο στάδιο παραγωγής της εικόνας. Ακολουθεί επέμβαση με βρεγμένο σφουγγάρι και από την αρχική εικόνα παραμένει στο τέλος το μεταλλαγμένο είδωλό της. Άλλες φορές σχηματίζει με σιλικόνη σε υγρή επιφάνεια το περίγραμμα της μορφής και κρατώντας το στη συνέχεια μπροστά από ένα - μαύρο συνήθως - χαρτόνι, «τυπώνει» σ’αυτό με αερογράφο το ίχνος της. Τη διαδικασία αυτή χρησιμοποιεί στη σειρά με τις γυναικείες μορφές ή τους μουσικούς, πού ας σημειωθεί ότι έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με προηγούμενες ζωγραφικές εκδοχές τους. Στις σειρές αυτές συνυπάρχουν η εικόνα, το αποτύπωμα της και η επανάληψη της εικόνας και του ίχνους της, ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάζονται νοητά τα επίπεδα του έργου και ο πραγματικός χώρος μετουσιώνεται σε χώρο εικαστικό.
Η ανθρώπινη μορφή, γυναικεία ή αντρική επανέρχεται συνεχώς στα έργα του ως κύριο ή δευτερεύον στοιχείο της σύνθεσης. Θραύσματα τοπίου, καθαρά αφηρημένα θέματα και μορφές εξακολουθούν να βρίσκονται στο κέντρο των ερευνών του. Τα τελευταία χρόνια όμως ο Κουμπλής άρχισε να δίνει και κατασκευές, επίτοιχες ή ελεύθερες στο χώρο, έργα που συχνά ολοκληρώνονται με κίνηση και φως. Είναι αλήθεια ότι ο τρισδιάστατος όγκος, σε πρώιμες τουλάχιστον μορφές του, εμφανίζεται νωρίς στα έργα του, γι’αυτό και οι κατασκευές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως η φυσική κατάληξη της έρευνας. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι τη γλυπτική «την πλησιάζει διαισθητικά». Ξεκίνησε χαράζοντας επιφάνειες3 ,καίγοντας το ξύλο με αναπτήρα, προσθέτοντας υλικά στη ζωγραφική επιφάνεια για να δώσει όγκο και βαθμιαία τα έργα του ενσωματώνουν τον πραγματικό χώρο. Γλυπτικές κατασκευές του Ζογγολόπουλου, του Θόδωρου, του Θόδ. Παπαγιάννη του έδωσαν σημαντικά εναύσματα. Το ίδιο σημαντική, όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, στάθηκε η επαφή του με τη λαϊκή τέχνη και η γνωριμία του με την τέχνη των πρωτογόνων. Τον γοητεύει ιδιαίτερα «το αρχετυπικό και το πηγαίο» της πρωτόγονης τέχνης, που φτάνει σε μορφές αφαιρετικές, παρά το γεγονός ότι υπακούει σε κανόνες θρησκευτικούς ή τελετουργικούς και «σε τέτοιες μορφές επιδιώκει να φτάνει και στην προσωπική του δουλειά».
Στις κατασκευές του ο Κουμπλής προτιμά τη χρήση ελαφρών υλικών με μικρά ή μεγαλύτερα μέρη από ήδη χρησιμοποιημένα καθημερινά αντικείμενα που συλλειτουργούν με κομμάτια ξύλου, σχοινί και σύρμα, δημιουργεί ένα σύνολο στο οποίο ο βιωμένος χρόνος των υλικών συναντά το χρόνο της ανθρώπινης επέμβάσεης, ένα κόσμο όπου όλα ξαναρχίζουν να ζουν. Το τυχαίο διαδραματίζει ρόλο σημαντικό, αλλά μόνο ως προς το σημείο της πρώτης συνάντησης του καλλιτέχνη με τα υλικά του, γιατί η επιλογή και τελικά η χρήση τους εξαρτάται απόλυτα από τον ίδιο. Όταν στα αντικείμενα δεν διατηρούνται οι υφές και το χρώμα τους, τότε οι επεμβάσεις και οι γραφές έχουν πολλές αναλογίες με τα υπόλοιπα έργα. Το μέταλλο χρησιμοποιείται με φειδώ, συχνά με διάτρητους όγκους έτσι ώστε να αναιρείται το βάρος του. Ο διάλογος κενού και πλήρους, που υπάρχει και σε τυπώματα του Κουμπλή και ακόμα στο μαύρο-άσπρο των σχεδίων του, εδώ ολοκληρώνεται με τη σύζευξη χώρου εικαστικού και χώρου πραγματικού. Σε ορισμένες κατασκευές, ελατήρια προσθέτουν το στοιχείο της κίνησης, ενώ σε άλλες έχει προστεθεί αυτούσια φωτεινή πηγή για να υπάρχει σταθερή ροή φωτός. Στο παιχνίδι του με τη σκιά συμμετέχουν διαφανείς μεμβράνες από γάζα η χαρτί.
Με συνεχή διερεύνηση των εικαστικών του μέσων, με προσεγγίσεις που ο ίδιος επινοεί, ο Ζαχαρίας Κουμπλής αποκαλύπτει τις εσωτερικές δυνάμεις των υλικών του, δομικές και μορφολογικές, δημιουργώντας κόσμους ονειρικούς. Οι εικαστικές του προτάσεις, επίτοιχες ή όχι, αφηρημένες ή αφαιρετικές, διατυπώνονται με φαντασία, ευρυθμία και ποιητική φωνή.
Αγγελική Σαχίνη
Ιστορικός Τέχνης A.I.C.A.
(Το κείμενο βασίστηκε κατά κύριο λόγο, στις συζητήσεις μου με τον καλλιτέχνη στο εργαστήρι του στη Θέρμη, Θεσσαλονίκη, Άνοιξη 2001).
1. Μανώλης Αναγνωστάκης, Υ.Γ., εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992, σελ 28.2. Βλ. π.χ. Γιάννης Τσούτσας, Ζαχαρίας Κουμπλής, Ζωγραφική, κατ.ατομ. εκθ. Anny Balta Gallery, Θεσσαλονίκη 1995, σελίδες 4-5.
3. Σε φλούδες πεύκου π.χ. χάραξε ένα καραβάκι.
2002 - Δήμητρας Μήττα
ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΜΗΤΤΑ
(08.03.2002-Εγκαίνια Ατομικής έκθεσης, στη Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία Τέχνη του Κιλκίς - 8 έως 22 Μαρτίου 2002)Ο Ζαχαρίας Κουμπλής είναι καλλιτέχνης πολυσχιδής. Στα έργα του συνυπάρχουν σε ενότητα η τέχνη και η τεχνική, η ιδέα με την ευφυΐα και τη σπιρτάδα για την πραγματοποίησή της, η ικανότητα του χειρώνακτα και η ευαισθησία του καλλιτέχνη, η επιμονή στις λεπτομέρειες και η εξάντληση των δυνατοτήτων των υλικών που χρησιμοποιεί.
Ο Κουμπλής ζωγραφίζει πάνω σε διάφορα υλικά και πλαισιώνει τα έργα του με κορνίζες που οριοθετούν και ταυτόχρονα προεκτείνουν ή συνεχίζουν το έργο μέσα και από εσωτερικούς διακριτικούς φωτισμούς, που προκαλούν τον θεατή σε ανίχνευσης σε τόπους μυστικούς. Κατασκευάζει έργα με φθηνά υλικά (παλιά δισκόφρενα, σκουριασμένα καρφάκια, καμένα ξύλα, κλαδιά, μέταλλα, κλωστές, σουρωτήρια, κ.άλ.), με απομεινάρια ζωής της φύσης ή έργων του ανθρώπου. «Ρακοσυλλέκτης» της ζωής, με ό’τι αυτή περιλαμβάνει, καλλιτέχνης που στο έργο του αποτυπώνεται η χρησιμότητα του άχρηστου, ο Κουμπλής δουλεύει έργα αφηρημένα, από τα οποία δεν λείπουν αναγνωρίσιμα περιεχόμενα και μοτίβα, συχνά επαναλαμβανόμενα σημεία, - οδηγοί και σταθερές σε έναν κόσμο χαοτικό - που ο καλλιτέχνης διερευνά συνεχώς, σαν κάτι διαρκώς να του ξεφεύγει ή σαν κάτι να θέλει να επιβεβαιώσει.
Ανεξάρτητα όμως από την αναγνώριση ενός συγκεκριμένου περιεχομένου ή μοτίβων, που μπορεί να παραπέμπουν (συνειδητά ή ασυνείδητα) ή να μην παραπέμπουν σε κάτι, το βέβαιο είναι ότι η οργάνωση του κάθε έργου κατατείνει σε ένα αισθητικό αποτέλεσμα και στη διαμόρφωση έργου ενοποιητικού, όπου το κάθε μέρος υποτάσσεται σ’ ένα σύνολο, διαμορφώνοντας κάθε φορά έναν ξεχωριστό οργανισμό.
Μάρτιος 2002
Δήμητρα Μήττα
Φιλόλογος – Ιστορικός Τέχνης
2007 - Κριτική Κώστα Τσέλιου
Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η Τέχνη, στην Εκπαίδευση, αποτελεί ένα από τα προσφερόμενα πεδία στα οποία η Εκπαίδευση μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας και της έκφρασης των παιδιών, στην ανάπτυξη κοινωνικής συνοχής μεταξύ τους, στην αποδοχή των προσωπικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων τους και στην αποτελεσματικότητα στη μάθηση.Τα παιδιά και οι νέοι δε μπορούν να ικανοποιηθούν με την μηχανιστική μόνο διάσταση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Έχουν ανάγκη και από το χαρακτηριστικό της έκφρασης, έχουν ανάγκη για δημιουργικότητα. Χρειαζόμαστε μιαν Εκπαίδευση που θα μεταδίδει και θα μετατρέπει τη γνώση και τον πολιτισμό μέσω δημιουργικών διαδικασιών, απαλλαγμένη από την κατήφεια, μιαν Εκπαίδευση που θα συνδυάζει την αποτελεσματική γνώση με την χαρά.
Στην μεταμοντέρνα, παγκοσμιοποιημένη, τεχνολογικά προηγμένη και πολυ-πολιτισμική εποχή μας, μια Εκπαίδευση με ανθρωπιστικό χαρακτήρα είναι ένα από τα ζητούμενα. Χρειαζόμαστε μιαν Εκπαίδευση που θα οδηγεί τα παιδιά να αναπτύσσουν κριτικό πνεύμα και φαντασία, δημιουργικές λεκτικές και μη λεκτικές ικανότητες, μιαν Εκπαίδευση που θα στηρίζεται σε αρχές συνεργασίας και όχι ανταγωνισμού, που θα συνεισφέρει στη δημιουργία μιας κουλτούρας δημοκρατίας, ειρήνης, κατανόησης και κοινωνικής συνοχής.
Η σύγχρονη έρευνα αποδεικνύει ότι τα παραπάνω χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την ανθρωπιστική διάσταση της Εκπαίδευσης, συνδέονται οργανικά με την ενασχόληση των μαθητών και μαθητριών με τις Καλλιτεχνικές Γλώσσες της Τέχνης.
Φιλοδοξία του γνωστού ζωγράφου - εκπαιδευτικού, Ζαχαρία Κουμπλή, είναι να μυήσει τους μαθητές του στον προβληματισμό της ευαισθητοποίησης και της προσέγγισης, πρακτικής και κριτικής, σε ότι αφορά τους στόχους και τον ρόλο της Τέχνης στην Παιδεία.
Κώστας Τσέλιος
Ζωγράφος-Καθηγητής Παιδαγωγικής Σχολής
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
2009 - Κριτική Ελένης Κάρτσακα
Ποτέ μην αρκεστείς σε αυτό που είσαι
μέχρι να μάθεις τι δεν είσαι.
Στέφαν Γκέτσεφ
Ο Ζαχαρίας Κουμπλής και η δόξα του ταπεινού
Η αναδρομική έκθεση του Ζαχαρία Κουμπλή δίνει την ευκαιρία στο φιλότεχνο κοινό να παρακολουθήσει την πορεία του καλλιτέχνη στo χώρο των Εικαστικών Τεχνών, μια πορεία που φανέρωσε την ιδιαίτερη δυναμική της ήδη από το ξεκίνημά του, από τότε που ο νεαρός απόφοιτος του τμήματος Γεωλογίας του Α.Π.Θ δεν δίστασε, υπακούοντας στην εσωτερική του παρόρμηση και το γνήσιο καλλιτεχνικό του ένστικτο να αναζητήσει μονοπάτια που ταίριαζαν περισσότερο στην φύση του, να εγκαταλείψει την Επιστήμη και να μυηθεί στα μυστικά της Τέχνης, σπουδάζοντας ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.Μετά από μια επιτυχημένη καλλιτεχνική παρουσία είκοσι σχεδόν ετών, πλούσιο - σε ποσότητα αλλά και ποιότητα - εικαστικό έργο και πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ο καλλιτέχνης μπορεί πλέον να υπερηφανεύεται πως η νεανική επιλογή του δικαιώθηκε, μολονότι εξακολουθεί- ωθούμενος από την ίδια εσωτερική αναγκαιότητα- τη δημιουργική του πορεία και υπηρετεί με υπομονή και επιμονή το όραμά του, καθώς η φλόγα και η δημιουργική ζέση δεν έπαψε να θερμαίνει την ψυχή του.
Ο Ζαχαρίας Κουμπλής είναι άνθρωπος που εντυπωσιάζει με τη διακριτικότητα και τη στοχαστικότητά του, χαρακτηριστικά που απηχούν και στο εικαστικό του έργο. Ο καλλιτέχνης δεν αγαπά τα μεγάλα μεγέθη, τα φλύαρα χρώματα, τις κραυγαλέες συνθέσεις∙ μαγεύεται από τα μικρά, τα ταπεινά, τα γήινα, τα στοχαστικά. Τίποτα ματαιόδοξο δεν ελλοχεύει στο έργο του, καθώς δεν αποζητά την αναρρίχηση αλλά την ανύψωση, δεν ελπίζει στην κατάκτηση αλλά στην κατανόηση, δεν υπολογίζει στο πάθος αλλά στη γαλήνη.
Αυτή η αίσθηση του γαλήνιου και ταπεινού διατρέχει το σύνολο του έργου του, μια αίσθηση που μπορεί να ορισθεί και ως αταραξία και σοφή ωριμότητα. Οι εικαστικές του δημιουργίες συνδέονται με εικόνες χαραγμένες στη μνήμη κάθε ανθρώπου. Θυμίζουν το χρυσό φως της ανατολής, ένα καρβέλι ζεστό, αχνιστό ψωμί, το μουρμούρισμα της βροχής ή το απομεσήμερο που απλώνεται πάνω απ΄ τους λόφους. Παραπέμπουν σε οικογενειακές εστίες που δεν επιτρέπεται να παραβιάσεις, σε χώρους ιερούς στους οποίους καλείσαι να προσέλθεις με ταπεινότητα.
Η ιδιαίτερη, καθησυχαστική σχεδόν μυσταγωγική ατμόσφαιρα του έργου του οφείλει σίγουρα πολλά στον τρόπο που ο καλλιτέχνης χειρίζεται το χρώμα. Ζεστά, γήινα χρώματα αποτελούν την αγαπημένη παλέτα του. Ώχρα και σέπια, κιννάβαρι και χονδροκόκκινο, ιώδες και φαιό. Τόνοι του κόκκινου, του κίτρινου και του πορτοκαλί. Υπόλευκο, λευκό, μαύρο, γκρίζο, γαλαζωπό. Κάπου κάπου λίγο κοβάλτιο, ουλτραμαρίνη ή τουρκουάζ. Όλα μοιάζουν διαλεγμένα και ζυγισμένα με χέρι προσεκτικό. Τίποτα παράταιρο δεν επιτρέπεται, καμιά περιττή έξαρση, τίποτα που θα μπορούσε να διαταράξει την αρμονία και τη δόξα του ταπεινού.
Δεν θα ήταν λάθος να μιλήσουμε για προσωπικές επιλογές που εντούτοις φέρουν τη σφραγίδα του καθολικού, καθώς πρόκειται για μια οικεία σε κάθε άνθρωπο χρωματική γκάμα, η οποία αντλεί από την οικουμενικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Είναι βέβαιο πως η ιδιαίτερη αυτή γκάμα οφείλει πολλά στην τεχνική, καθώς κάθε χρώμα μεταμορφώνεται και αποκτά ιδιαίτερη υπόσταση κάτω από την επίδραση της τεχνικής διαδικασίας. Το κάψιμο, το χάραγμα, η οξείδωση αφήνουν τη σφραγίδα τους στις χρωματικές αναζητήσεις του ζωγράφου και μετατρέπονται σε μυστικά φίλτρα, με τη βοήθεια των οποίων το χρώμα αποκτά αυτή την ιδιαίτερη αισθαντικότητα και εκφραστικότητα που χαρακτηρίζει τις χρωματικές επιλογές του Ζαχαρία. Το χρώμα ενδιαφέρει τον καλλιτέχνη όχι μονάχα ως ζωγραφική αξία αλλά και ως φορέας ζωής, γι αυτό επιμένει στη μεταμόρφωσή του μέσα από διαδικασίες οι οποίες, έστω και μεταφορικά, απηχούν την ουσία του γίγνεσθαι και δεν κουράζεται να πειραματίζεται χρησιμοποιώντας ένα εκτεταμένο φάσμα τεχνικών.
Ο ερευνητικός χαρακτήρας του έργου του - που επιβεβαιώνεται και από την επανάληψη τύπων και παραλλαγών του ίδιου θέματος - αποκαλύπτεται και από τον τρόπο προσέγγισης της δημιουργικής διαδικασίας. Ο καλλιτέχνης φαίνεται πως ξεκινά την δημιουργική του αναζήτηση με έναν τρόπο καθαρά διανοητικό που δεν απέχει πολύ από τις μεθόδους της επιστημονικής έρευνας. Αρκεί ένα ελάχιστο οπτικό ερέθισμα για να ξεκινήσει η διαδικασία της δημιουργίας. Στη συνεχεία μέσα από διαρκείς πειραματισμούς “κυκλώνει” σταδιακά το θέμα του, ώσπου να καταφέρει να αποσπάσει την επιθυμητή μορφή. Παρ’ όλα αυτά καθ’ όλη τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας παραμένει σε συνεχή εγρήγορση, ώστε να αντιληφθεί εγκαίρως πότε το έργο κινδυνεύει να χάσει την ζωντάνια του και να αφεθεί στο ένστικτό του. Άλλοτε πάλι ο δρόμος που ακολουθεί είναι ακριβώς ο αντίστροφος, καθώς η παρόρμηση που καθοδηγεί αρχικά το χέρι και τον χρωστήρα του χαλιναγωγείται στην πορεία από το νου και τη λογική, με σκοπό να αποφευχθούν υπερβολικές εξάρσεις που δεν συνάδουν με την ήρεμη και αρμονική ατμόσφαιρα που είναι προσφιλής στον καλλιτέχνη.
Οι δυο διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης - ο διανοητικός και ο ενστικτώδης - φαίνεται πως συλλειτουργούν και στην διαδικασία επιλογής των υλικών που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης, καθώς πλήθος ετερογενών υλικών συγκεντρώνονται προσεκτικά με απώτερο σκοπό να βρουν τη θέση τους στο εικαστικό έργο. Στο εργαστήριό του κοντά στα συμβατικά υλικά που προσφέρονται για εικαστική χρήση, υπάρχει και ένα πλήθος άλλων υλικών που έχουν επιλεχθεί με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια. Ο καλλιτέχνης προικισμένος με την υπομονή και την καρτερικότητα της μέλισσας συγκεντρώνει προσεχτικά, τις ευωδιές των μικρών, καθημερινών πραγμάτων για να φτιάξει το πολύτιμο απόσταγμα και την πατίνα της ζωής που επιθυμεί να μεταγγίσει στο έργο του. Πλάι στο ξύλο, που αποτελεί το αγαπημένο υλικό του καλλιτέχνη, συναντούμε χαρτιά, μέταλλο, σιλικόνη, γύψο, σκοινί, γάζες, σύρμα, πέτρες, κοχύλια, φύλλα, ξυλαράκια, καρπούς, φτερά, υφάσματα, και πλήθος άλλων φτηνών ή ακόμη και ευτελών υλικών. Οι ιδιαίτερες ιδιότητες όλων αυτών των υλικών αξιοποιούνται με φαντασία, ευφυΐα και επινοητικότητα και τα ετερόκλητα υλικά, απόλυτα συμφιλιωμένα προς όφελος μιας τέχνης εκφραστικής, δημιουργούν εντυπωσιακά εικαστικά σύνολα.
Βασικό χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του Ζαχαρία Κουμπλή είναι ο τρόπος οργάνωσης της σύνθεσης. Πολλά έργα του αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της περίπτωσης «o πίνακας μέσα στον πίνακα», καθώς το θέμα δεν περιορίζεται στο συνήθη ζωγραφικό χώρο, αλλά εκτείνεται και στο πλαίσιο το οποίο μετατρέπεται έτσι σε ένα δεύτερο πίνακα. Στο σύνολο σχεδόν των συνθέσεων αυτών επικρατεί ο συνδυασμός του παραστατικού και του αφαιρετικού σε διάφορες εκδοχές. Σε κάποιες περιπτώσεις, η κεντρική σύνθεση υιοθετεί παραστατικές εκφράσεις, ενώ το πλαίσιο προτιμά αφαιρετικούς τύπους που γίνονται εύκολα αντιληπτοί ως χώρος ή τοπίο. Άλλοτε πάλι το παραστατικό υποχωρεί προς όφελος του αφαιρετικού, καθώς τόσο στην κεντρική σύνθεση όσο και στην σύνθεση του πλαισίου αναπτύσσονται αφαιρετικοί τύποι. Τέλος υπάρχει και η περίπτωση κατά την οποία το αφαιρετικό εκτοπίζεται από το παραστατικό καθώς και η ακριβώς αντίθετη εκδοχή όπου κυριαρχούν τύποι που αγγίζουν το αφηρημένο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης οργάνωσης της σύνθεσης αποτελούν έργα που φέρουν τον τίτλο «Μορφή» ή «Μουσικός». Πρόκειται για ανθρώπινες μορφές, ανδρικές ή γυναικείες, που συχνά μετατίθενται σε ένα χώρο υπερβατικό και μυστηριακό. Μοναχικές, βυθισμένες στη σιωπή, συνήθως ανά δυο και σπανιότερα σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες. Πάντοτε ωστόσο, εξίσου μοναχικές και σιωπηλές, οι μορφές παρουσιάζονται στο κέντρο καταλαμβάνοντας όλο σχεδόν το χώρο της ζωγραφικής επιφάνειας του «πίνακα – μορφή», ενώ τον χώρο του «πίνακα- πλαισίου» καταλαμβάνει η σύνθεση που υπονοεί τοπίο ή εσωτερικό χώρο.
Συνήθως ανακεκλιμμένες, και σε ορισμένες περιπτώσεις καθήμενες ή ιστάμενες, οι έντονα στεατοπυγικές και ανάγλυφες αυτές μορφές, έχουν τα χέρια χαλαρά σταυρωμένα κάτω από το στήθος ή την κοιλιά ή ακουμπισμένα απαλά στα γόνατά τους και μοιάζουν να αφουγκράζονται τον ήχο της καρδιάς τους, τόσο επικεντρωμένες και στραμμένες στον εαυτό τους. Μην επιθυμώντας να ταυτιστούν με συγκεκριμένα πρότυπα, αποφεύγουν χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να τις συγκεκριμενοποιήσουν. Ακόμη και αυτά τα ίδια τα χαρακτηριστικά του προσώπου απαλείφονται προσεκτικά, ώστε να ανταποκρίνονται αποτελεσματικότερα σε αρχετυπικές απεικονίσεις.
Οι βαθυστόχαστες και γαλήνιες αυτές μορφές, που εμφανίζονται ωστόσο ασφαλείς, στιβαρές και εύρωστες, μεταγγίζουν με εντυπωσιακή αμεσότητα αρχαίες μνήμες στο σήμερα. Στη θέα τους, ο νους ανατρέχει σχεδόν αυτόματα στα ανάγλυφα της αρχαιότητας, καθώς προκαλούν συνειρμούς με αντίστοιχες μορφές ή συμπλέγματα που συναντούμε σε μετώπες και ζωφόρους αρχαίων ναών. Πέρα όμως και πάνω από τις όποιες αναφορές στο πολιτιστικό παρελθόν ο καλλιτέχνης με τη βοήθειά τους πραγματεύεται το ερώτημα της ανθρώπινης τραγικότητας, αποδεχόμενος την ποιητική ερμηνεία και παραδοχή του κόσμου.
Στη δεύτερη μεγάλη ομάδα έργων - όπου το παραστατικό υποχωρεί προς όφελος του αφαιρετικού - εντάσσονται κυρίως έργα με τον τίτλο «Σύνθεση». Στα έργα αυτά απουσιάζει η ανθρώπινη μορφή και το παραστατικό σηματοδοτείται από στοιχεία της φύσης, συνήθως μοναχικά δένδρα ή συστάδες δένδρων. Τα μοτίβα επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. Τα δένδρα, η σφαίρα του ήλιου, το τοπίο αχανές και μυστηριώδες. Ο καλλιτέχνης χειρίζεται αποτελεσματικά τις ζωγραφικές και πλαστικές αξίες δημιουργώντας υπέροχα «ζωγραφικά ανάγλυφα», ενώ εντυπωσιάζει η ικανότητα να προσδίδει σε μικρογραφικές, σχεδόν, απεικονίσεις, μνημειακές διαστάσεις.
Στην περίπτωση «ο πίνακας μέσα στον πίνακα» θα μπορούσε να ενταχθεί και μια ομάδα έργων που μοιάζουν κατεβασμένα από παλιό εικονοστάσι, κοινωνούν αποτελεσματικά το πνεύμα του παρελθόντος θυμίζοντας τρόπους και μανιέρες βυζαντινές. Στα έργα αυτά το αφηρημένο απουσιάζει, καθώς οι ανθρώπινες μορφές καταλαμβάνουν τόσο την κεντρική σύνθεση όσο και τη ζώνη που, εν είδει πλαισίου, την περιτρέχει. Τα έργα αυτά παραπέμπουν σε εικόνες αγίων, στις οποίες η σύνθεση οργανώνεται με παρόμοιο τρόπο, καθώς η κεντρική σύνθεση φιλοξενεί την εικόνα - πορτρέτο του αγίου την οποία και περιτρέχουν σκηνές από τον βίο του ή το μαρτύριό του.
Τέλος στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και συνθέσεις στις οποίες επικρατούν αφηρημένοι τύποι. Πρόκειται για έργα που φέρνουν τον τίτλο «Πολύπτυχο» ή «Σύνθεση» και υπακούουν σε μια αυστηρά δομική λογική, καθώς ισομεγέθη ή αναλογικά ισότιμα τμήματα δημιουργούν ενιαία σύνολα που διαβάζονται συνήθως από αριστερά προς τα δεξιά, καθώς ο πίνακας - πλαίσιο εξασφαλίζει το ομαλό «οπτικό γλίστρημα» από τη μία ενότητα του έργου στην άλλη, χωρίς να διαταράσσεται η αρμονία της σύνθεσης και η αρτιότητα του συνόλου. Το στοιχείο της οικειότητας που έχει τις ρίζες του στην οικουμενική ανθρώπινη εμπειρία, γίνεται εμφανές στα έργα αυτής της ενότητας που θυμίζουν τοίχους ξεφτισμένους από τη βροχή, δερματόδετα προσευχητάρια λησμονημένα σε αλειτούργητες εκκλησιές, σαρακοφαγωμένα λείψανα καραβιών, αντικείμενα αγαπημένα κάποτε και τώρα ρημαγμένα απ’ τη σκουριά. Ελεγείες του εφήμερου, παλίμψηστα του χρόνου που πέρασε αφήνοντας τα σημάδια του.
Υπάρχουν όμως και έργα στα οποία το πλαίσιο χάνει τη λειτουργία του ως πίνακας και το φορτίο της σύνθεσης μεταφέρεται στη συμβατική ζωγραφική επιφάνεια. Στην ομάδα αυτή εντάσσονται, μεταξύ άλλων, έργα που ανήκουν στην πρώιμη αλλά και την τελευταία δημιουργική περίοδο του καλλιτέχνη. Τα έργα αυτά, αν και τα χωρίζει μεγάλη χρονική απόσταση, δείχνουν να συναντώνται με τρόπο μαγικό, καθώς πραγματικά αριστουργήματα, όπως οι «Στρωματογραφίες» των τελευταίων ετών, αποκαλύπτουν τη συγγένεια τους με τα έργα της πρώιμης περιόδου δίνοντας την εντύπωση της επιστροφής στην Ιθάκη, εμπλουτισμένα όμως με την σοφία και την επίγνωση της βιωμένης εμπειρίας.
Εξετάζοντας τα έργα αυτά θα μπορούσαμε, ενδεχομένως, να εστιάσουμε στο «ρόλο του τυχαίου», αν τα ίδια τα έργα δεν μας αποκάλυπταν πως το τυχαίο στην περίπτωση του Ζαχαρία δεν αποτελεί παρά μια ακόμη ένδειξη της διαρκούς αναζήτησης και της επίμονης προσπάθειας. Και στην περίπτωση των έργων αυτών είναι φανερό πως ο καλλιτέχνης, που διακατέχεται από ιδιαίτερη έγνοια για τη λεπτομέρεια, αναζητά με υπομονή και προσήλωση την ακριβή θέση κάθε υλικού. Τίποτα δεν ξεφεύγει από την προσεχτική ματιά και το υπεύθυνο χέρι του Ζαχαρία. Ξύνοντας, χαράσσοντας, τρίβοντας, σβήνοντας δίνει ζωή και μορφή στο αδιαμόρφωτο, αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τις δυνατότητες των υλικών και των μέσων του. Η επιλογή της λιτής, σχεδόν μονοχρωματικής γήινης κλίμακας, η βέβαιη σύνθεση, η απελευθέρωση από το φόβο του κενού, η αίσθηση σιγουριάς και ωριμότητας προοιωνίζουν μια νέα δημιουργική στροφή του καλλιτέχνη.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά στο έργο του Ζαχαρία Κουμπλή δεν θα ήταν δυνατόν να μην αναφερθούμε σε μια διαφορετική αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή του εικαστικού έργου του, τις τρισδιάστατες κατασκευές του. Έργα φτιαγμένα με υπομονή και μεράκι που αντλούν με αμεσότητα από την πρωτόγονη τέχνη, λειτουργώντας ως υπομνήσεις παγανιστικών τοτέμ, ενώ ταυτόχρονα αφομοιώνουν δημιουργικά τόσο τα διδάγματα των λαϊκών ταγιαδόρων όσο και τα διδάγματα της σύγχρονης τέχνης.
Κατ’ αναλογία με τα υπόλοιπα έργα και στα έργα αυτά τα υλικά είναι προσεκτικά διαλεγμένα και η θέση τους μελετημένη και επιλεγμένη με ακρίβεια, οι υφές και τα χρώματα αποκαλύπτουν την εσωτερική δύναμη κάθε υλικού που συμμετέχει στην οργάνωση του εικαστικού συνόλου. Παρόλο που ο καλλιτέχνης δηλώνει ότι στην περίπτωση των έργων αυτών η προσέγγιση είναι διαισθητική, τα έργα αποκαλύπτουν με τρόπο μοναδικό, πέρα από την δύναμη της διαισθητικής προσέγγισης, την πολύτιμη συνεισφορά της ακαδημαϊκής σπουδής, η οποία επιτρέπει στον καλλιτέχνη να ξεδιπλώνει τις δημιουργικές του ικανότητες προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Σεπτέμβριος 2009
Ελένη Κάρτσακα
Ιστορικός Τέχνης
2009 - Κριτική Πάνου Τσολάκη
Ο ζωγράφος και εικαστικός δάσκαλος Ζαχαρίας Κουμπλής
Ζωγραφικές συνθέσεις, μορφές, τρίπτυχα, τρισδιάστατες κατασκευές και συνθέσεις στο χώρο αποτελούν κατά βάση τα έργα του εικαστικού καλλιτέχνη Ζαχαρία Κουμπλή, που με αυτά εκφράζει μια εσωτερική αναγκαιότητα αναζήτησης. Έργα με την προσωπική του παρόρμηση, όπου τα χρώματα είναι περιορισμένα, αλλά οι ποικιλίες των εκφραστικών μέσων ξεχειλίζουν από ευρηματικότητα και πρωτοτυπία. Μορφές πολλές φορές πρωτόλειες, που σε αγγίζουν με τις σχετικά μικρές διαστάσεις τους και την αφηρημένη ανεπιτήδευτη φόρμα τους. Με άλλα λόγια η εικαστική του γραφή μας προτρέπει να ταξιδεύουμε σε εσωτερικά τοπία, που μοιάζουν περισσότερο με ερευνητικές αναφορές πάρα με περιγραφικά έργα.Η δουλεία του χαρακτηρίζεται από μια συνεχή προσπάθεια περιήγησης στο υποσυνείδητο, μια βόλτα στο άγνωστο δημιουργικό κομμάτι που όλοι κρύβουμε μέσα μας. Η δεξιοτεχνία του σε μικτές τεχνικές τον οδηγεί συνήθως στη χρήση πολλών ποικίλλων εκφραστικών μέσων και υλικών. Συμπλέγματα γραμμών και διαφόρων υλικών, όπως ξύλο και μέταλλο, μορφοποιούνται σε ρέοντα σχήματα και εικόνες. Όλα ξεκινούν από μια πλούσια εικαστική εμπειρία και ερεθίσματα που προέρχονται από το κοινωνικό περιβάλλον. Τα έργα του μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα, υπάρχει όμως ένα αόρατο νήμα που τα διαπερνά και τα προσδιορίζει ως δημιουργήματα ενός προσωπικού μορφολογικού ύφους αφηρημένου εξπρεσσιονισμού.
Όμως, πέρα από ζωγράφος, ο Ζαχαρίας Κουμπλής είναι επίσης ένας σοφός δάσκαλος εικαστικής αγωγής, με μαθητές που τον αγαπούν και τον σέβονται. Όχι μόνο γιατί τους εμπνέει δημιουργικά την τέχνη, αλλά γιατί με τη στάση του απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας τους δίνει τις δυνατότητες να ανοίξουν τα φτερά του και να πετάξουν σε ανοιχτούς ορίζοντες και νέους τόπους. Αυτό το αντιλαμβάνεται ο καθένας που θα βρεθεί κοντά του και θα συζητήσει έστω και λίγο μαζί του. Η ήρεμη και πολύπλευρη προσωπικότητά του και η αγάπη του για την τέχνη, που τόσα χρόνια υπηρετεί με αδιάκοπο ενδιαφέρον, τον κατατάσσουν σε ένα μοναδικό άνθρωπο και καλλιτέχνη.
Πάνος Τσολάκης
Αν.Καθηγητής Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, ΑΠΘ
2009 - Κριτική Χαράς Θεοχάρους
Μελετώντας το έργο του Ζαχαρία Κουμπλή, ομαλά οδηγείται κανείς στην εξαγωγή συμπερασμάτων, τόσο βασικών, ώστε να καθιερώνουν μία θεμελιώδη ταυτότητα.
Αυτό που χαρακτηρίζει, εν γένει, την εργασία του, φαίνεται πως είναι, αν αναλογιστούμε την εικαστική του πορεία από το 1989, η τάση του στη δημιουργία σειραϊκών ενοτήτων, τόσο στις κατά περιόδους κατευθύνσεις, στις οποίες στρέφεται, όσο και στο σύνολο της έως τώρα διαδρομής του.
Βαδίζοντας πάνω σ’ έναν άξονα που συνειδητά επέλεξε, χωρίς αλματώδεις διακυμάνσεις, αλλά προσεκτικά δομημένο με ήρεμους πειραματισμούς, τόσο στο χρώμα όσο και στο σχήμα, πέτυχε την καθιέρωση ύφους προσωπικού και αναγνωρίσιμου στο βαθμό που τον ταυτοποιεί και τον σηματοδοτεί. Από τα πρώτα, ουσιαστικά, χρόνια της φοίτησής του στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, είχε δώσει δείγματα της διαδρομής που θα ακολουθούσε, προαναγγέλλοντας τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων υποστρωμάτων, όπως το χαρτί ή το χαρτόνι – που αργότερα θα δώσει την θέση του σε σκληρότερο υλικό, σαν το κόντρα-πλακάζ, αλλά και των πολλών ετερογενών υλικών – ξύλο, κάρβουνο, μέταλλο που αλληλεπιδρούν με το ανάγλυφο τους, με τις φωτοσκιάσεις και τις τονικές διαβαθμίσεις των χρωμάτων. Και αυτά, όπως και το ίδιο το χρώμα που δεν τοποθετείται ποτέ ενιαίο και μονοχρωματικό, συλλειτουργούν δομικά και πολυεπίπεδα.
Ο λόγος του Ζαχαρία Κουμπλή, αρθρώνεται μέσα από το λεπτό και ευαίσθητο σχεδιασμό και την εκτέλεσης της μικρογραφικής τελειότητας, που οδηγεί το μάτι από την απόσταση στην όλο και πληρέστερη στο έργο προσέγγιση, για να ψηλαφίσει από κοντά του όγκους και τα σχήματα, διαπιστώνοντας ότι εμπλέχθηκε μέσα σ’ ένα ιμπρεσιονιστικό παιχνίδι.
Γιατί όσο κι αν το έργο προβάλλει ακέραιο και ενοποιημένο στο σύνολό του από απόσταση, άλλο τόσο προσεγμένο και αρθρωμένο αποδεικνύεται στην υφή του, με μια ματιέρα απτή, χάρις στα λεπτοδουλεμένα πρόσθετα υλικά, εύθραυστα τοποθετημένα πάνω του, που γίνονται και τα ίδια χρώμα.
Η έξεργη ταυτότητα των έργων, σταδιακά και ομαλά, θα βρει πεδίο δράσης και στο ξύλινο πλαίσιο του έργου, σε τέτοιο βαθμό που η κορνίζα ν’ αποτελεί τελικά ένα αυτούσιο και άρτιο αποτέλεσμα.
Όλη αυτή η εσωτερική ενέργεια που έχει την τάση να εξωτερικεύεται μέσα από τη δημιουργική επανάληψη, κάποια στιγμή όπως ήταν αναμενόμενο, διοχετεύτηκε ως έκκεντρη ροπή και στο χώρο.
Έτσι, οι γλυπτικές δημιουργίες και οι κατασκευές διεκδικούν την θετικότητα της απελευθέρωσης, και συνδυάζουν την ποιότητα των υλικών που ήδη δοκιμάστηκε στα επίτοιχα έργα με τη διεύρυνση ύφους και μεγέθους που επιτάσσει η κατάληψη των τριών διαστάσεων.
Συχνά, σε επίτοιχες κατασκευές διοχετεύεται φως από κάποια φωτεινή πηγή, γεγονός που επιτείνει τη σκηνική δομικότητα του συνόλου.
Εν τέλει, μέσα από την ευαισθησία, την αξιοποίηση της γνώσης και την επίγνωση των δυνατοτήτων του, ο Ζαχαρίας Κουμπλής οδεύει έναν δρόμο ισορροπημένο, σταθερά και γερά συγκροτημένο.
Χαρά Θεοχάρους
Ιστορικός Τέχνης Δημοτικής Πινακοθήκης
Αυτό που χαρακτηρίζει, εν γένει, την εργασία του, φαίνεται πως είναι, αν αναλογιστούμε την εικαστική του πορεία από το 1989, η τάση του στη δημιουργία σειραϊκών ενοτήτων, τόσο στις κατά περιόδους κατευθύνσεις, στις οποίες στρέφεται, όσο και στο σύνολο της έως τώρα διαδρομής του.
Βαδίζοντας πάνω σ’ έναν άξονα που συνειδητά επέλεξε, χωρίς αλματώδεις διακυμάνσεις, αλλά προσεκτικά δομημένο με ήρεμους πειραματισμούς, τόσο στο χρώμα όσο και στο σχήμα, πέτυχε την καθιέρωση ύφους προσωπικού και αναγνωρίσιμου στο βαθμό που τον ταυτοποιεί και τον σηματοδοτεί. Από τα πρώτα, ουσιαστικά, χρόνια της φοίτησής του στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, είχε δώσει δείγματα της διαδρομής που θα ακολουθούσε, προαναγγέλλοντας τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων υποστρωμάτων, όπως το χαρτί ή το χαρτόνι – που αργότερα θα δώσει την θέση του σε σκληρότερο υλικό, σαν το κόντρα-πλακάζ, αλλά και των πολλών ετερογενών υλικών – ξύλο, κάρβουνο, μέταλλο που αλληλεπιδρούν με το ανάγλυφο τους, με τις φωτοσκιάσεις και τις τονικές διαβαθμίσεις των χρωμάτων. Και αυτά, όπως και το ίδιο το χρώμα που δεν τοποθετείται ποτέ ενιαίο και μονοχρωματικό, συλλειτουργούν δομικά και πολυεπίπεδα.
Ο λόγος του Ζαχαρία Κουμπλή, αρθρώνεται μέσα από το λεπτό και ευαίσθητο σχεδιασμό και την εκτέλεσης της μικρογραφικής τελειότητας, που οδηγεί το μάτι από την απόσταση στην όλο και πληρέστερη στο έργο προσέγγιση, για να ψηλαφίσει από κοντά του όγκους και τα σχήματα, διαπιστώνοντας ότι εμπλέχθηκε μέσα σ’ ένα ιμπρεσιονιστικό παιχνίδι.
Γιατί όσο κι αν το έργο προβάλλει ακέραιο και ενοποιημένο στο σύνολό του από απόσταση, άλλο τόσο προσεγμένο και αρθρωμένο αποδεικνύεται στην υφή του, με μια ματιέρα απτή, χάρις στα λεπτοδουλεμένα πρόσθετα υλικά, εύθραυστα τοποθετημένα πάνω του, που γίνονται και τα ίδια χρώμα.
Η έξεργη ταυτότητα των έργων, σταδιακά και ομαλά, θα βρει πεδίο δράσης και στο ξύλινο πλαίσιο του έργου, σε τέτοιο βαθμό που η κορνίζα ν’ αποτελεί τελικά ένα αυτούσιο και άρτιο αποτέλεσμα.
Όλη αυτή η εσωτερική ενέργεια που έχει την τάση να εξωτερικεύεται μέσα από τη δημιουργική επανάληψη, κάποια στιγμή όπως ήταν αναμενόμενο, διοχετεύτηκε ως έκκεντρη ροπή και στο χώρο.
Έτσι, οι γλυπτικές δημιουργίες και οι κατασκευές διεκδικούν την θετικότητα της απελευθέρωσης, και συνδυάζουν την ποιότητα των υλικών που ήδη δοκιμάστηκε στα επίτοιχα έργα με τη διεύρυνση ύφους και μεγέθους που επιτάσσει η κατάληψη των τριών διαστάσεων.
Συχνά, σε επίτοιχες κατασκευές διοχετεύεται φως από κάποια φωτεινή πηγή, γεγονός που επιτείνει τη σκηνική δομικότητα του συνόλου.
Εν τέλει, μέσα από την ευαισθησία, την αξιοποίηση της γνώσης και την επίγνωση των δυνατοτήτων του, ο Ζαχαρίας Κουμπλής οδεύει έναν δρόμο ισορροπημένο, σταθερά και γερά συγκροτημένο.
Χαρά Θεοχάρους
Ιστορικός Τέχνης Δημοτικής Πινακοθήκης
Ομιλία της Ελένης Κάρτσακα, 23.03.2016 [Έκθεση στο Ίδρυμα Πολιτισμού "ΥΔΡΙΑ"]
Στην εποχή μας οι άνθρωποι ζουν συνήθως μια διχασμένη ζωή, βιοπορίζονται ασκώντας κάποιο επάγγελμα, ενδεχομένως αταίριαστο στη φύση και τις εσωτερικές τους ανάγκες και αφιερώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους σε αυτό που πραγματικά αγαπά και επιθυμεί η ψυχή τους. Αυτό συμβαίνει επειδή στη νεότητά μας υποκύπτουμε στις προτροπές όσων επιθυμούν το καλό μας και ακολουθούμε τον ένα ή τον άλλο δρόμο αγνοώντας την εσωτερική φωνή που μας καλεί να ακολουθήσουμε αυτό που πραγματικά μας ταιριάζει. Ο Ζαχαρίας ευτυχώς για εκείνον αλλά και για εμάς ανήκει στους ανθρώπους που αφουγκράστηκε νωρίς την εσωτερική του φωνή και εγκαταλείποντας τον αρχικό προορισμό που τον ήθελε να υπηρετεί το πεδίο της επιστήμης, ακολούθησε το μονοπάτι της τέχνης. Έζησε με συνέπεια την ζωή του καλλιτέχνη, ασκώντας παράλληλα και το λειτούργημα του δάσκαλου της τέχνης. Είχε έτσι την ευκαιρία να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά και απερίσπαστα στην τέχνη είτε δημιουργώντας ο ίδιος είτε καθοδηγώντας παιδιά και νέους ανθρώπους στα μονοπάτια της δημιουργίας. Έτσι έζησε πάντα και τα πάντα ως καλλιτέχνης. Με μικρές διακοπές ανάπαυλας και περισυλλογής συνεχίζει με συνέπεια τον δρόμο που επέλεξε πριν 30 σχεδόν χρόνια και από καιρού εις καιρόν μας προσκαλεί σε μια νέα έκθεσή του.
Με το πέρασμα των χρόνων οι εκθέσεις του Ζαχαρία ταυτίστηκαν στο υποσυνείδητό μας με κάτι ιδιαίτερα οικείο και γνώριμο. Θυμίζουν ένα περίπατο στο ασφαλές και φιλικό τοπίο των παιδικών χρόνων μας. Μια ηλιόλουστη αλάνα, ένα ξέφωτο όπου παίζαμε παιδιά, ένα τόπο με χαμηλή βλάστηση, γεμάτο σκίνους, μυρσίνες, κουμαριές και πλούσιο, γενναιόδωρο φως, ένα τόπο που πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε καλά κι ωστόσο εξακολουθεί διαρκώς να μας αιφνιδιάζει με την αναπάντεχη ευωδιά της αγράμπελης,. Πριν από κάθε έκθεση οι θαυμαστές του έργου του αδημονούμε για την στιγμή που η νέα συγκομιδή θα μας επιτρέψει να βυθιστούμε στο μυστήριο της εσωτερικότητας, μετέχοντας έτσι στη δημιουργία.
Λέγεται ότι η ζωγραφική πριν μετουσιωθεί σε εικόνα είναι, πρώτα και πάνω απ΄ όλα, μια περιπέτεια της σκέψης και της ψυχής του καλλιτέχνη. Μια περιπέτεια που εν τέλει μορφοποιείται και λαμβάνει ορατό σχήμα στον καμβά. Για το λόγο αυτό πίσω από τα σχήματα, τα χρώματα, τις μορφές, την σύνθεση ο προσεκτικός θεατής μπορεί να ανακαλύψει επίσης και τα συναισθήματα, τις αξίες και την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη. Μπορούμε διαβάζοντας τις εικόνες να ανιχνεύσουμε, την πορεία της ζωής, τις μικρές χαρές, τις κρυφές αγωνίες, την αλήθεια και το όραμα του δημιουργού. Στην περίπτωση του Ζαχαρία αναζητώντας τον δημιουργό πίσω από τα μορφικά στοιχεία, τα μέσα και την τεχνική βρίσκουμε ένα μετρημένο, γαλήνιο, ευγενικό και σεμνό άνθρωπο που το πνεύμα του βρίσκει ανάπαυση στο γήινο, στο ταπεινό, στο στοχαστικό.
Σε εποχές που ο ζωγραφικός χώρος μοιάζει με πολύπλοκο, δυσνόητο αίνιγμα που για να το προσεγγίσεις είναι απαραίτητο να διαθέτεις πλούσια και εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία, το έργο του Ζαχαρία αποκαλύπτει πρόθυμα τις μυστικές δυνάμεις που το νοηματοδοτούν. Αρκεί να προσεγγίσεις το έργο με καθαρή ματιά για να διαβάσεις και να κατανοήσεις τα αρχετυπικά σύμβολα που αγκιστρώνουν το βλέμμα, την σκέψη και το συναίσθημα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο καλλιτέχνης παρακολουθεί με ευαισθησία τα διδάγματα των μεγάλων δασκάλων της σύγχρονης τέχνης που κατακερμάτισαν την φόρμα αποκαλύπτοντας τις λεπτές μορφικές αναλογίες, στέκοντας ωστόσο μακριά από μιμήσεις και παραμένοντας πιστός στο δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Ακολουθώντας την δική του πορεία ο Ζαχαρίας δημιουργεί μια ζωγραφική που επιστρέφει τη φύση και τα αντικείμενα εμπλουτισμένα με μια αίσθηση αρμονίας και αναλογίας, μια ζωγραφική που δεν μένει ικανοποιημένη από την εντύπωση, αλλά φιλτράρει συστηματικά το επουσιώδες, αφαιρεί το περιττό και ανυψώνεται στο τυπικό και το καθολικό. Μέσα από μια διαρκή διαδικασία απόρριψης και ελέγχου στο έργο του καταλήγει να κυριαρχείται από το απέριττο. Η γη, τα δέντρα, ο ουρανός, η ανθρώπινη μορφή, το αγκάλιασμα, η τρυφερότητα, η συντροφικότητα, ο κόσμος των μικρών πραγμάτων και των ανεπαίσθητων συναισθημάτων απομένουν ως τα μόνα στέρεα και σταθερά στοιχεία ενός σύμπαντος που αναπνέει την ομορφιά και την δόξα του ταπεινού.
Για την οικοδόμηση του σύμπαντος αυτού ο καλλιτέχνης αξιοποιεί ένα λιτό και λακωνικό λεξιλόγιο που επιλέγει τα εικονοστοιχεία του με οικονομία, μέτρο και αυτοέλεγχο επιμένοντας στη δημιουργία αναπαραστάσεων που παραμένουν προσιτές δίχως, ωστόσο να υποκύπτουν στην ευκολία και την ένδεια του κοινότυπου. Προσεγγίζοντας το απεικονιστικό σύμπαν του Ζαχαρία θα διαπιστώσουμε την κυριαρχία ορισμένων στοιχείων με πρώτα απ΄όλα την κυριαρχία της ανθρώπινης μορφής. Πρόκειται για γυναικείες και ανδρικές μορφές που παρουσιάζονται συνήθως καθιστές, τοποθετημένες συντροφικά η μια δίπλα στην άλλη. Μοιάζουν να συζητούν με κατανόηση, κάποιες φορές υποκύπτουν σε ένα διακριτικό αγκάλιασμα που αποκαλύπτει την πνευματική και φυσική οικειότητά τους. Με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος τους εγκαινιάζουν ένα ήσυχο μονόλογο με τον θεατή. Άλλες φορές οι ίδιες αρχετυπικές μορφές παρουσιάζονται σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, και άλλοτε πάλι μοιάζουν να διαλογίζονται μοναχικές και βυθισμένες στη σιωπή. Με παρόμοιο τρόπο απλές, φυσικές μορφές, συνήθως δένδρα με γενναιόδωρα φυλλώματα, ουράνιες σφαίρες που παραπέμπουν στη σφαίρα του ήλιου ή στοιχεία που υπενθυμίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα και το οικοδομημένο περιβάλλον ενσωματώνονται σε ένα τοπίο αχανές και μυστηριώδες δημιουργώντας ένα υπερβατικό, μυστηριακό χώρο.
Βασικό ρόλο στην οικοδόμηση της υπερβατικής ατμόσφαιρας παίζει η οργάνωση της σύνθεσης που συνδυάζει αποτελεσματικά το παραστατικό με το αφαιρετικό. Στο σύνολο σχεδόν των συνθέσεων παρατηρούμε μια αρμονική εναλλαγή των δύο τρόπων που εμφανίζει τις ποικίλες εκδοχές ενός ιδιώματος που επίμονα ενσωματώνει και το πλαίσιο στο ζωγραφικό χώρο. Συνήθως, η κεντρική σύνθεση υιοθετεί παραστατικές εκφράσεις και το πλαίσιο προτιμά αφαιρετικούς τύπους που γίνονται εύκολα αντιληπτοί ως χώρος ή τοπίο. Άλλοτε πάλι το παραστατικό υποχωρεί προς όφελος του αφαιρετικού, καθώς τόσο στην κεντρική σύνθεση όσο και στην σύνθεση του πλαισίου αναπτύσσονται αφαιρετικοί τύποι. Τέλος υπάρχουν περιπτώσεις που το αφαιρετικό εκτοπίζεται από το παραστατικό καθώς και περιπτώσεις όπου κυριαρχούν τύποι που σχεδόν αγγίζουν το αφηρημένο.
Όποιος ωστόσο, τρόπος και αν προτιμηθεί, το αποτέλεσμα είναι εξίσου γοητευτικό καθώς ο καλλιτέχνης ξέρει να χειρίζεται αποτελεσματικά τις ζωγραφικές και πλαστικές αξίες προσδίδοντας μνημειακές διαστάσεις στις απεικονήσεις του. Εδώ ακριβώς κρύβεται και η δύναμη του Ζαχαρία που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνει έναν άδειο, λιτό χώρο σε κοσμικό υπερβατικό τοπίο, μια απλή φιγούρα δένδρου σε αρχέγονη μορφή, καθημερινές ανθρώπινες παρουσίες σε αγάλματα κατεβασμένα από αρχαίες ζωφόρους ή φιγούρες που παραπέμπουν στους μνημειώδεις, πνευματικούς μονόλιθους του Henry Moore.
Βασικό επίσης χαρακτηριστικό της τέχνης του Ζαχαρία είναι ότι αποφεύγει συνειδητά την ρητορεία της αυθόρμητου και τις ενορχηστρωμένες εντάσεις και αντιθέσεις του τυχαίου δημιουργώντας συνθέσεις που υπακούουν σε μια αυστηρά δομική λογική. Κάθε καλλιτεχνικό ερέθισμα, υποτάσσεται στην επιμέλεια της επίπονης άσκησης που σταδιακά αποκαλύπτει τη σχέση του αντικειμενικού με το ορατό. Υπό αυτή την έννοια η αισθητική του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την δημιουργική πράξη ως τεχνική, υπόθεση θεμελιώδη στην καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς η τεχνική στο έργο ενός ευσυνείδητου δημιουργού έχει ισότιμη αξία με την έμπνευση και το ταλέντο. Στο προαναφερόμενο πλαίσιο ο δημιουργός αποφεύγει συνειδητά την φανταχτερή εξωτερική λάμψη και την επιδεικτική δεξιοτεχνία. Μετριέται με την υπομονή, την επιμονή, την επίπονη άσκηση, αξίες που εμποτίζουν τα έργα του με οικειότητα. Η προσεκτική επισκόπηση του έργου μπορεί να μας αποκαλύψει στοιχεία του ερευνητικού χαρακτήρα μιας ζωγραφικής που ξεκινώντας από ένα ελάχιστο οπτικό ερέθισμα καταλήγει στην επιθυμητή μορφή ελέγχοντας αυστηρά κάθε αμετροέπεια, κάθε έξαρση και υπερβολική παρόρμηση που απειλεί την ήρεμη και αρμονική ατμόσφαιρα που δίνει το στίγμα του ύφους του καλλιτέχνη.
Με αντίστοιχες διαδικασίες μέσα από διαρκή πειραματισμό και έλεγχο επιλέγονται και τα μέσα. Μέσα απλά, λιτά, ταπεινά. Συχνά ανεπιτήδευτα και δίχως υπερβολές. Ενίοτε ευτελή, που αποκτούν ωστόσο ιδιαίτερη αξία και υπόσταση υπό την επίδραση της τεχνικής διαδικασίας. Μέσα από το κάψιμο, το χάραγμα, την οξείδωση που αφήνουν τη σφραγίδα τους στις εκφραστικές αναζητήσεις του ζωγράφου με παρόμοιο τρόπο και το χρώμα αποκτά την ιδιαίτερη εκφραστικότητα του. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του, όλα διαλέγονται και ζυγίζονται προσεκτικά ώστε να προκύψει αυτή η γεμάτη αρμονία χρωματική γκάμα με τα υπέροχα ζεστά, γήινα χρώματα, την ώχρα, τη σέπια, το κιννάβαρι, το χονδροκόκκινο, το ιώδες, το φαιό αλλά και το κοβάλτιο, την ουλτραμαρίνη, το τουρκουάζ που έρχονται να προσθέσουν τις δροσερές τους νότες προσέχοντας ωστόσο να μη διαταράξουν την αρμονία του απέριττου.
Όπως θα έχετε ήδη υποψιαστεί με το Ζαχαρία με συνδέει μια διακριτική, μακροχρόνια φιλία. Μια φιλία που δεν υποστηρίζεται τόσο από την καθημερινή συναναστροφή όσο από την ψυχική συγγένεια και την συναισθηματική ομοιότητα. Έχω την τύχη να παρακολουθώ για χρόνια την δημιουργική του πορεία, μια πορεία που πιστεύω ότι διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γνήσιας πνευματικής αποστολής, ενώ παράλληλα διακρίνεται και από την ποιότητα των επιλογών ενός γνήσιου εστέτ που διατηρεί ακλόνητη την πίστη του στην ομορφιά σε μια δύσκολη για το αισθητικό εποχή. Κωφεύοντας στις σειρήνες των καιρών ο Ζαχαρίας εξακολουθεί να επενδύει στην επίμονη και επίπονη άσκηση τελειοποιώντας διαρκώς ποικίλες πτυχές της τεχνικής του και καταφέρνει να μας προσελκύει με το βάθος, την ευγένεια, την εκλεπτυσμένη αίσθηση και την βαθιά πνευματικότητα των έργων του. Σε πείσμα των καιρών που θέλει τον χρόνο να παρασύρει στο διάβα του κάθε αξία του χθες ο Ζαχαρίας παραμένει πιστός σε αναπαραστάσεις που διαθέτουν την ποιότητα μιας αγιογραφίας, μιας σύγχρονης αγιογραφίας που εστιάζει στην πνευματικότητα και την ομορφιά.
Φίλε Ζαχαρία τι λες, στις θολές μέρες που ζούμε η ομορφιά θα μπορέσει τελικά να σώσει τον κόσμο;
Μάρτιος 2016
Ελένη Κάρτσακα
Ιστορικός Τέχνης
Με το πέρασμα των χρόνων οι εκθέσεις του Ζαχαρία ταυτίστηκαν στο υποσυνείδητό μας με κάτι ιδιαίτερα οικείο και γνώριμο. Θυμίζουν ένα περίπατο στο ασφαλές και φιλικό τοπίο των παιδικών χρόνων μας. Μια ηλιόλουστη αλάνα, ένα ξέφωτο όπου παίζαμε παιδιά, ένα τόπο με χαμηλή βλάστηση, γεμάτο σκίνους, μυρσίνες, κουμαριές και πλούσιο, γενναιόδωρο φως, ένα τόπο που πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε καλά κι ωστόσο εξακολουθεί διαρκώς να μας αιφνιδιάζει με την αναπάντεχη ευωδιά της αγράμπελης,. Πριν από κάθε έκθεση οι θαυμαστές του έργου του αδημονούμε για την στιγμή που η νέα συγκομιδή θα μας επιτρέψει να βυθιστούμε στο μυστήριο της εσωτερικότητας, μετέχοντας έτσι στη δημιουργία.
Λέγεται ότι η ζωγραφική πριν μετουσιωθεί σε εικόνα είναι, πρώτα και πάνω απ΄ όλα, μια περιπέτεια της σκέψης και της ψυχής του καλλιτέχνη. Μια περιπέτεια που εν τέλει μορφοποιείται και λαμβάνει ορατό σχήμα στον καμβά. Για το λόγο αυτό πίσω από τα σχήματα, τα χρώματα, τις μορφές, την σύνθεση ο προσεκτικός θεατής μπορεί να ανακαλύψει επίσης και τα συναισθήματα, τις αξίες και την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη. Μπορούμε διαβάζοντας τις εικόνες να ανιχνεύσουμε, την πορεία της ζωής, τις μικρές χαρές, τις κρυφές αγωνίες, την αλήθεια και το όραμα του δημιουργού. Στην περίπτωση του Ζαχαρία αναζητώντας τον δημιουργό πίσω από τα μορφικά στοιχεία, τα μέσα και την τεχνική βρίσκουμε ένα μετρημένο, γαλήνιο, ευγενικό και σεμνό άνθρωπο που το πνεύμα του βρίσκει ανάπαυση στο γήινο, στο ταπεινό, στο στοχαστικό.
Σε εποχές που ο ζωγραφικός χώρος μοιάζει με πολύπλοκο, δυσνόητο αίνιγμα που για να το προσεγγίσεις είναι απαραίτητο να διαθέτεις πλούσια και εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία, το έργο του Ζαχαρία αποκαλύπτει πρόθυμα τις μυστικές δυνάμεις που το νοηματοδοτούν. Αρκεί να προσεγγίσεις το έργο με καθαρή ματιά για να διαβάσεις και να κατανοήσεις τα αρχετυπικά σύμβολα που αγκιστρώνουν το βλέμμα, την σκέψη και το συναίσθημα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο καλλιτέχνης παρακολουθεί με ευαισθησία τα διδάγματα των μεγάλων δασκάλων της σύγχρονης τέχνης που κατακερμάτισαν την φόρμα αποκαλύπτοντας τις λεπτές μορφικές αναλογίες, στέκοντας ωστόσο μακριά από μιμήσεις και παραμένοντας πιστός στο δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Ακολουθώντας την δική του πορεία ο Ζαχαρίας δημιουργεί μια ζωγραφική που επιστρέφει τη φύση και τα αντικείμενα εμπλουτισμένα με μια αίσθηση αρμονίας και αναλογίας, μια ζωγραφική που δεν μένει ικανοποιημένη από την εντύπωση, αλλά φιλτράρει συστηματικά το επουσιώδες, αφαιρεί το περιττό και ανυψώνεται στο τυπικό και το καθολικό. Μέσα από μια διαρκή διαδικασία απόρριψης και ελέγχου στο έργο του καταλήγει να κυριαρχείται από το απέριττο. Η γη, τα δέντρα, ο ουρανός, η ανθρώπινη μορφή, το αγκάλιασμα, η τρυφερότητα, η συντροφικότητα, ο κόσμος των μικρών πραγμάτων και των ανεπαίσθητων συναισθημάτων απομένουν ως τα μόνα στέρεα και σταθερά στοιχεία ενός σύμπαντος που αναπνέει την ομορφιά και την δόξα του ταπεινού.
Για την οικοδόμηση του σύμπαντος αυτού ο καλλιτέχνης αξιοποιεί ένα λιτό και λακωνικό λεξιλόγιο που επιλέγει τα εικονοστοιχεία του με οικονομία, μέτρο και αυτοέλεγχο επιμένοντας στη δημιουργία αναπαραστάσεων που παραμένουν προσιτές δίχως, ωστόσο να υποκύπτουν στην ευκολία και την ένδεια του κοινότυπου. Προσεγγίζοντας το απεικονιστικό σύμπαν του Ζαχαρία θα διαπιστώσουμε την κυριαρχία ορισμένων στοιχείων με πρώτα απ΄όλα την κυριαρχία της ανθρώπινης μορφής. Πρόκειται για γυναικείες και ανδρικές μορφές που παρουσιάζονται συνήθως καθιστές, τοποθετημένες συντροφικά η μια δίπλα στην άλλη. Μοιάζουν να συζητούν με κατανόηση, κάποιες φορές υποκύπτουν σε ένα διακριτικό αγκάλιασμα που αποκαλύπτει την πνευματική και φυσική οικειότητά τους. Με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος τους εγκαινιάζουν ένα ήσυχο μονόλογο με τον θεατή. Άλλες φορές οι ίδιες αρχετυπικές μορφές παρουσιάζονται σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, και άλλοτε πάλι μοιάζουν να διαλογίζονται μοναχικές και βυθισμένες στη σιωπή. Με παρόμοιο τρόπο απλές, φυσικές μορφές, συνήθως δένδρα με γενναιόδωρα φυλλώματα, ουράνιες σφαίρες που παραπέμπουν στη σφαίρα του ήλιου ή στοιχεία που υπενθυμίζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα και το οικοδομημένο περιβάλλον ενσωματώνονται σε ένα τοπίο αχανές και μυστηριώδες δημιουργώντας ένα υπερβατικό, μυστηριακό χώρο.
Βασικό ρόλο στην οικοδόμηση της υπερβατικής ατμόσφαιρας παίζει η οργάνωση της σύνθεσης που συνδυάζει αποτελεσματικά το παραστατικό με το αφαιρετικό. Στο σύνολο σχεδόν των συνθέσεων παρατηρούμε μια αρμονική εναλλαγή των δύο τρόπων που εμφανίζει τις ποικίλες εκδοχές ενός ιδιώματος που επίμονα ενσωματώνει και το πλαίσιο στο ζωγραφικό χώρο. Συνήθως, η κεντρική σύνθεση υιοθετεί παραστατικές εκφράσεις και το πλαίσιο προτιμά αφαιρετικούς τύπους που γίνονται εύκολα αντιληπτοί ως χώρος ή τοπίο. Άλλοτε πάλι το παραστατικό υποχωρεί προς όφελος του αφαιρετικού, καθώς τόσο στην κεντρική σύνθεση όσο και στην σύνθεση του πλαισίου αναπτύσσονται αφαιρετικοί τύποι. Τέλος υπάρχουν περιπτώσεις που το αφαιρετικό εκτοπίζεται από το παραστατικό καθώς και περιπτώσεις όπου κυριαρχούν τύποι που σχεδόν αγγίζουν το αφηρημένο.
Όποιος ωστόσο, τρόπος και αν προτιμηθεί, το αποτέλεσμα είναι εξίσου γοητευτικό καθώς ο καλλιτέχνης ξέρει να χειρίζεται αποτελεσματικά τις ζωγραφικές και πλαστικές αξίες προσδίδοντας μνημειακές διαστάσεις στις απεικονήσεις του. Εδώ ακριβώς κρύβεται και η δύναμη του Ζαχαρία που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνει έναν άδειο, λιτό χώρο σε κοσμικό υπερβατικό τοπίο, μια απλή φιγούρα δένδρου σε αρχέγονη μορφή, καθημερινές ανθρώπινες παρουσίες σε αγάλματα κατεβασμένα από αρχαίες ζωφόρους ή φιγούρες που παραπέμπουν στους μνημειώδεις, πνευματικούς μονόλιθους του Henry Moore.
Βασικό επίσης χαρακτηριστικό της τέχνης του Ζαχαρία είναι ότι αποφεύγει συνειδητά την ρητορεία της αυθόρμητου και τις ενορχηστρωμένες εντάσεις και αντιθέσεις του τυχαίου δημιουργώντας συνθέσεις που υπακούουν σε μια αυστηρά δομική λογική. Κάθε καλλιτεχνικό ερέθισμα, υποτάσσεται στην επιμέλεια της επίπονης άσκησης που σταδιακά αποκαλύπτει τη σχέση του αντικειμενικού με το ορατό. Υπό αυτή την έννοια η αισθητική του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την δημιουργική πράξη ως τεχνική, υπόθεση θεμελιώδη στην καλλιτεχνική δημιουργία, καθώς η τεχνική στο έργο ενός ευσυνείδητου δημιουργού έχει ισότιμη αξία με την έμπνευση και το ταλέντο. Στο προαναφερόμενο πλαίσιο ο δημιουργός αποφεύγει συνειδητά την φανταχτερή εξωτερική λάμψη και την επιδεικτική δεξιοτεχνία. Μετριέται με την υπομονή, την επιμονή, την επίπονη άσκηση, αξίες που εμποτίζουν τα έργα του με οικειότητα. Η προσεκτική επισκόπηση του έργου μπορεί να μας αποκαλύψει στοιχεία του ερευνητικού χαρακτήρα μιας ζωγραφικής που ξεκινώντας από ένα ελάχιστο οπτικό ερέθισμα καταλήγει στην επιθυμητή μορφή ελέγχοντας αυστηρά κάθε αμετροέπεια, κάθε έξαρση και υπερβολική παρόρμηση που απειλεί την ήρεμη και αρμονική ατμόσφαιρα που δίνει το στίγμα του ύφους του καλλιτέχνη.
Με αντίστοιχες διαδικασίες μέσα από διαρκή πειραματισμό και έλεγχο επιλέγονται και τα μέσα. Μέσα απλά, λιτά, ταπεινά. Συχνά ανεπιτήδευτα και δίχως υπερβολές. Ενίοτε ευτελή, που αποκτούν ωστόσο ιδιαίτερη αξία και υπόσταση υπό την επίδραση της τεχνικής διαδικασίας. Μέσα από το κάψιμο, το χάραγμα, την οξείδωση που αφήνουν τη σφραγίδα τους στις εκφραστικές αναζητήσεις του ζωγράφου με παρόμοιο τρόπο και το χρώμα αποκτά την ιδιαίτερη εκφραστικότητα του. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του, όλα διαλέγονται και ζυγίζονται προσεκτικά ώστε να προκύψει αυτή η γεμάτη αρμονία χρωματική γκάμα με τα υπέροχα ζεστά, γήινα χρώματα, την ώχρα, τη σέπια, το κιννάβαρι, το χονδροκόκκινο, το ιώδες, το φαιό αλλά και το κοβάλτιο, την ουλτραμαρίνη, το τουρκουάζ που έρχονται να προσθέσουν τις δροσερές τους νότες προσέχοντας ωστόσο να μη διαταράξουν την αρμονία του απέριττου.
Όπως θα έχετε ήδη υποψιαστεί με το Ζαχαρία με συνδέει μια διακριτική, μακροχρόνια φιλία. Μια φιλία που δεν υποστηρίζεται τόσο από την καθημερινή συναναστροφή όσο από την ψυχική συγγένεια και την συναισθηματική ομοιότητα. Έχω την τύχη να παρακολουθώ για χρόνια την δημιουργική του πορεία, μια πορεία που πιστεύω ότι διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γνήσιας πνευματικής αποστολής, ενώ παράλληλα διακρίνεται και από την ποιότητα των επιλογών ενός γνήσιου εστέτ που διατηρεί ακλόνητη την πίστη του στην ομορφιά σε μια δύσκολη για το αισθητικό εποχή. Κωφεύοντας στις σειρήνες των καιρών ο Ζαχαρίας εξακολουθεί να επενδύει στην επίμονη και επίπονη άσκηση τελειοποιώντας διαρκώς ποικίλες πτυχές της τεχνικής του και καταφέρνει να μας προσελκύει με το βάθος, την ευγένεια, την εκλεπτυσμένη αίσθηση και την βαθιά πνευματικότητα των έργων του. Σε πείσμα των καιρών που θέλει τον χρόνο να παρασύρει στο διάβα του κάθε αξία του χθες ο Ζαχαρίας παραμένει πιστός σε αναπαραστάσεις που διαθέτουν την ποιότητα μιας αγιογραφίας, μιας σύγχρονης αγιογραφίας που εστιάζει στην πνευματικότητα και την ομορφιά.
Φίλε Ζαχαρία τι λες, στις θολές μέρες που ζούμε η ομορφιά θα μπορέσει τελικά να σώσει τον κόσμο;
Μάρτιος 2016
Ελένη Κάρτσακα
Ιστορικός Τέχνης